Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Ο
«νοεφώτιστος» ή αλλιώς ο αρχάριος στα πνευματικά, ιδιαίτερα στα πρώτα
πνευματικά του βήματα, ενδέχεται να επιθυμεί να δει θαύματα για να
πιστέψει. Αυτό συχνά έχει να κάνει με την έμπνευση-φαντασία που εγείρουν
τα διάφορα αναγνώσματα θαυμάτων που βίωσαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η υγιής πνευματικότητα στηρίζεται στα θαύματα
τα οποία αποτελούν ένα μόνο μέρος της ζωής των αγίων. Στις παρακάτω
γραμμές αναλύονται ο λόγοι που ενδεχομένως ωθούν τους πιστούς να
επιζητούν τα θαύματα.
Αφού αυτοί τα έζησαν γιατί όχι και εμείς;
Το
θαύμα είναι ένα ιδιαίτερο γεγονός που το βλέπουμε-νιώθουμε συνήθως με
τις αισθήσεις μας αλλά δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε με τη λογική, παρά
μόνο με την πίστη μας. Είναι αλήθεια ότι ο Θεός, κατά Θεία Οικονομία,
επιτρέπει να γίνονται θαύματα με σκοπό να τονώσουν-στερεώσουν την πίστη
μας και να μας διδάξουν ειδικά όταν είμαστε νεοφώτιστοι. Ο Γέροντας
Παΐσιος αναφέρει σχετικά: «Στίς αρχές φυσικά μας δίνει καμιά καραμέλα [ο
Θεός γιά] να μας ξεγελάσει κι εμείς νομίζουμε ότι εργαστήκαμε. Μας την
έδωσε για να μας δείξει ότι υπάρχει ζαχαροπλαστείο πάνω, για να πάμε
μόνοι μας»[1]. Εάν η μία καραμέλα βέβαια δεν μας ικανοποιήσει και
συνεχίζουμε να επιζητούμε τα διάφορα «πνευματικά γλυκίσματα» αντί για το
ζαχαροπλαστείο, τότε ελλοχεύουν διάφοροι κίνδυνοι, ακόμη και πλάνη.
Αυτή η συμπεριφορά εάν χρονίσει, μπορεί να μεταμορφωθεί σε νοσηρή και
εμπαθείς, ξερή αναζήτηση θαυμάτων. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους
όπως αναφέρεται παρακάτω:
- Η εσφαλμένη αντίληψη περί της αγιότητας που αποκτά ο νεοφώτιστος από τα διάφορα πνευματικά αναγνώσματα. Πολλές φορές παρατηρείται στους βίους των αγίων και των ευρύτερα γνωστών γερόντων, να δίνεται βαρύτητα στα χαρίσματα και τις θαυματουργικές ικανότητές τους. Αυτά βέβαια αποτελούν μία πηγή έμπνευσης και θαυμασμού αλλά δεν είναι ο αυτοσκοπός στην πνευματική ζωή. Δεν είναι τα χαρίσματα που κάνουν κάποιον άγιο. Αυτά είναι τα «δώρα» που χαρίζει ο Θεός στα γνήσια τέκνα του, τα οποία κοπίασαν και μόχθησαν με άσκηση και αγώνες για να τα λάβουν. Άγιοι κατά τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι: «[…] όλοι όσοι έχουν ορθή πίστη και ζωή. Κι αν ακόμα δεν κάνουν θαύματα, κι αν ακόμα δε διώχνουν δαιμόνια, είναι άγιοι.»
- Εσωτερικός πόθος αυτοπροβολής λόγω της εγωιστικής υπερηφάνειας και της κρυφής κενοδοξίας. «Εγώ έζησα αυτό και εκείνο, και την άλλη κατάσταση…», λέμε στον εαυτό μας ή και στους φίλους και γνωστούς. «Άρα όντος κοπιάζω και μοχθώ και οι κόποι μου επιβραβεύονται από τον Θεό, και δικαιούμαι να ζητήσω και άλλα θαύματα».
- Η προηγούμενη σκέψη συνήθως αγνοεί ή υποβιβάζει την παιδαγωγική περίοδο της πλούσιας Χάρης από τον Θεό, η οποία μας σκεπάζει και αποσκοπεί στο να στερεωθούμε στην πίστη. Το αποτέλεσμα είναι ο νεοφώτιστος να αποκτά εσφαλμένη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Έτσι σύμφωνα με τον γ. Παΐσιο ομοιάζει με «[…] το μωρό παιδάκι, που μόλις μεγαλώσει λίγο το πιάνει η μαμά του από τα χέρια και αυτό ανοίγει κάτι βήματα μεγάλα και νομίζει ότι πάει καλά και δεν παρεκλίνει»[1]. Ο λόγος είναι η έλλειψη αυτογνωσίας κατά την νηπιακή πνευματική ηλικία.
Χωρίς
την αυτογνωσία και βασιζόμενος στις ίδιες δυνάμεις ο νεοφώτιστος νιώθει
ότι κουράζεται αφού τα θαύματα που βίωνε στα πρώτα πνευματικά βήματα
σιγά σιγά ελαττώνονται και σταδιακά η Θεία Χάρη συστέλλεται. Ο Γέροντας
Παΐσιος αναφέρει σχετικά ότι: «ενώ ξεκινάμε, τότε κουραζόμαστε […] μας
εγκαταλείπει λίγο η Χάρη του Θεού για να ταπεινωθούμε»[1]. Με τον τρόπο
αυτό καλλιεργείται σταδιακά η αυτοκριτική-αυτομεμψία αφού αναρωτιόμαστε:
«Τι κάνω λάθος; Τα ίδια με πριν κάνω και τώρα… Τι άλλαξε;».
Αφού
περάσει και αυτό το στάδιο, τότε πάλι σύμφωνα με τον γ. Παΐσιο «έρχεται
η Χάρη του Θεού, γνωρίζει τον εαυτό του και δεν πιστεύει στον εαυτό
του. Τότε καταλαβαίνει τη βοήθεια του Θεού»[1]. Ο νεοφώτιστος πλέον
συνειδητοποιεί ότι ο Θεός μας βοηθά κατά πάντα και ότι καταφέρνουμε
γίνεται μεν με την δική μας προαίρεση αλλά Εκείνος το επιτρέπει και το
πραγματοποιεί σαν επιστέγασμα των αδύναμων προσπαθειών μας. Δηλαδή κατά
κάποιο τρόπο, σταδιακά παύουν τα θαύματα ενώ η πλούσια Χάρη υποχωρεί,
για να «απογαλακτιστεί» και να αρχίσει να ορθοποδεί ο νεοφώτιστος.
Τότε
συνειδητοποιεί ότι τα δεκτικά δοχεία της Θείας Χάρης, οι Άγιοι Πατέρες
της Εκκλησίας (των οποίων ο Βίοι του ξύπνησαν αρχικά τον «μωρό ζήλο»)
δεν έχουν καμία σχέση με τον εμπαθή εαυτό του που απλά επιζητά τα
θαύματα ως μέσω καταξίωσης, αυτοπροβολής, αυταρέσκειας κλπ. Οι άγιοι
λοιπόν, μεταδίδουν στον κόσμο τον θείο φωτισμό σιωπηλά, χωρίς να το
επιδιώκουν, «πορευόμενοι εν ταίς οδοίς Αυτού». Η Θεία Χάρης τους
προδίδει και ο Θεός τους αξιώνει να βιώνουν επαξίως τις θείες
καταστάσεις και τα θαύματα τα οποία οι νεοφώτιστοι τόσο εύκολα και
εγωιστικά επιζητούν.
Εύλογα
λοιπόν αναρωτιέται κανείς μήπως τελικά ακολουθείται το ρεύμα τις εποχής
του «όλα εύκολα και γρήγορα» από το φαγητό μέχρι και τις πνευματικές
μας αναζητήσεις. Ας μην λησμονούμε ότι τα αγαθά αποκτώνται «εν υπομονή
πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν
φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις» (Β′
Κορ. 6, 4-5) και ας αναλογιστούμε τι λόγο θα δώσουμε για τα όποια
θαύματα βιώσαμε. Ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης έλεγε: «Ο Θεός θα βάλει
τότε από το ένα μέρος τις ευεργεσίες και χάριτες που μου έκανε και από
το άλλο μέρος τις αμαρτίες μου και την κακή μεταχείριση που έκανα στα
μυστήρια, στο Άγιο Του Σώμα και Αίμα, στις εμπνεύσεις και τους φωτισμούς
που μου έστειλε και σε όλες τις άλλες Του χάριτες. Ποιος φόβος, λοιπόν
και ποια απελπισία θα με περιβάλλουν τότε;»[2]
Επιλογικά,
ο π. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ αναφέρει ότι: «Εκείνοι, που αναζητούν
αποδείξεις για την πίστη τους, βρίσκονται σε λαθεμένο δρόμο. Η πίστη
είν’ ελεύθερη εκλογή· εκεί όπου υπάρχει επιθυμία γι’ αποδείξεις,
επιθυμία κρυμμένη ακόμα κι από μας τους ίδιους -χωρίς να την
συνειδητοποιούμε δηλαδή-, εκεί δεν υπάρχει πίστη. Τα σημεία της Θείας
φανέρωσης δεν πρέπει να τα δεχόμαστε σαν «αποδείξεις», γιατί μ’ αυτό
τον τρόπο υποβαθμίζουμε και μηδενίζουμε την πίστη μας»[3].
Γι’
αυτό αδελφοί μου όταν στερεωθούμε στην πίστη μας, ας αναλογιστούμε την
εγωιστική ασέβεια και υπερηφάνεια που κρύβει η αναζήτηση των θαυμάτων,
και ας επιδιώξουμε την απόκτηση των αρετών που ελκύουν την Χάρη του Θεού
και όχι την απόκτηση των διαφόρων χαρισμάτων. Γιατί όπως έλεγε ο Αγ.
Σεραφείμ του Σάρωφ: «ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».
Ο Θεός μεθ’ ημών!
Σημειώσεις:
- Πρωτ. Διονυσίου Δ. Τάτση, «Αθωνικόν Ημερολόγιον - Διδαχές ενός Γέροντος». Εκδ.: Ορθόδοξος Τύπος. Αθήνα
- Αγίου Νικοδήμου, «Φυλακτήριον της Ψυχή - Ημέρα ΙΕ′». Επιμέλεια: π. Παναγιώτης Δ. Ρούβαλης. Απόδοση κειμένου: Πανωραία Ρούβαλη-Μικρογιαννίδη, Φιλόλογος (pentapostagma.gr)
- Πρεσβ. Αλεξάνδρου Ελτσιανίνωφ, «Πνευματικά Κεφάλαια – Σημειώματα Φιλοκαλικής Αυτογνωσίας». Εκδ.: Τήνος
Προτεινόμενη περαιτέρω μελέτη: Μας χρειάζονται τα θαύματα σήμερα;
