«Ἀνέπαυσες τόν Γέροντα σου! Ἀνέπαυσες τόν Θεό...» (γ. Εφραίμ Αριζονίτης)

“Τό πρῶτο μου μάθημα γιά τήν Εὐχή - Γέροντας Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης”

Τό χαριτωμένο γεγονός στάθηκε ἡ πρώτη μου γνωριμία μέ τόν πνευματικό πλοῦτο τοῦ πατρός Ἀρσενίου πού ἦταν μέν ἁπλός, ἀλλά ἁγιασμένος.

Εἶχαν περάσει μόλις λίγες μέρες πού εἶχα ἔρθει ἀπό τόν κόσμο καί μοῦ λέει ὁ Γερο-Ἀρσένιος:

Ἔλα νά σέ μάθω νά κάνῃς προσευχή, κούτσικο.

Ἐγώ δέν ἤξερα τήν Νοερά προσευχή.

Ἔλα στό κελλάκι τό δικό μου.

Ἀλλά τό κελλί του ἦταν μικρό σάν τάφος. Ποῦ νά μᾶς χωρέσῃ καί τούς δυό; Γι᾿ αὐτό μοῦ εἶπε:

Ἐγώ θά εἶμαι ὄρθιος στό πάτωμα κι᾿ ἐσύ πάνω στά σανίδια τοῦ κρεββατιοῦ ὄρθιος. Θά βάλουμε τόν νοῦ μας στήν καρδιά καί θά λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί νά δοῦμε τί θά γίνῃ. Κατάλαβες;

Κατάλαβα!

Ἀλλά πρόσεξε, μέ τόν νοῦ σου, ὄχι μέ τό στόμα σου. Ὄρθιοι καί σύ καί ἐγώ. Κοίταξε καλά μή νυστάξῃς!

Ὄχι, δέν θά νυστάξω.

Ἐγώ, ὅσο μποροῦσα νά καταλάβω περί Νοερᾶς προσευχῆς, προσπαθοῦσα μά δέν κατάφερα τιποτα. Ἀγωνιζόμουν ἀλλά ὁ νοῦς μου ἔφευγε ἐδῶ καί ᾿κεῖ.

Μόλις πέρασε λίγη ὥρα, μοῦ λέει:

Καταλαβένεις τίποτα; Νοιώθεις τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ;

Ὄχι παππούλη μου.

Ἔξωωωω! Τόση ὥρα δέν κατάλαβες τίποτα; Ἐμένα ἡ καρδιά μου ἔγινε τόσο φωτεινή καί χαρούμενη καί σύ τίποτα; Βόδι εἶσαι; Τί κάνεις!

Ξέρω κι᾿ ἐγώ τί κάνω!

Μά ἦταν τόσο ἁπλός καί ἁγιασμένος! Νόμιζε πώς ὁ καθένας μποροῦσε νά φθάσῃ τίς καταστάσεις του στό ἄψε-σβῆσε. Ἀλλά αὐτός ἦταν ἄφθαστος. Ἡ ἀκράδανος πίστις του καί ἡ ἀτσαλένια ὑπακοή του στόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν εἶχαν γεμίσει πνευματικά χαρίσματα. Ποῦ νά τόν φτάσῃ κανείς.

Καί μοῦ εἶπε ἀπότομα:

Ἄντε πήγαινε στό κελλί σου καί ᾿κεῖ θά λές τήν εὐχή!

Πῆγα κι᾿ ἐγώ στό κελλί μου, δίπλα, κι᾿ ἄρχισα νά λέω προφορικά:

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».

Τάκ-τάκ. Μοῦ χτυπάει τόν τοῖχο.

Μή μιλᾶς! Μέ τό νοῦ σου νά προσεύχεσαι, μέ ἐνοχλεῖς!

Ἐγώ δέν μποροῦσα, ἔφευγε τό μυαλό μου. Ὁ ἐνδιάθετος λόγος δέν δούλευε, φρακάριζε ὁ νοῦς, κολλοῦσε ἡ βελόνα. Καί μέ πολεμοῦσε καί ὁ ὕπνος. Καί ποῦ νά κουνηθῶ λίγο μέσα σέ ᾿ κεῖνο τό κλουβί γιά νά ἀντιπολεμήσω τόν ὕπνο; Φοβόμουν πώς ἀπό τήν νύστα θά ἔπεφτα κάτω, πώς θά χτυποῦσα! Γιά νά μείνω ξύπνιος, ἄρχισα νά ψιθυρίζω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».

Μά ὁ Γέρο-Ἀρσένιος, μέχρι τήν ὥρα πού πέθανε 97 ἐτῶν, εἶχε ὀξυτάτη ἀκοή. Εἶχε τήν ἀκοή μικροῦ παιδιοῦ. Μ᾿ ἄκουγε, λοιπόν. Τάκ-τάκ. Μοῦ χτυποῦσε τόν τοῖχο. Κατάλαβα ὅτι μέ θέλει πάλι. Πῆγα.

Γιατί μιλᾶς;

Ὤχ, Θεέ μου! Εὐλόγησον, παππούλη!

Γύρισα πίσω κι᾿ ἄρχισα νά κάνω προσευχή μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο γιά νά μήν ἐνοχλῶ τόν παππούλη. Μά τό μυαλό μου δέν κινοῦσε νά πῶ τήν εὐχή, φρακάριζε. Μ᾿ ἔπιανε πάλι ἡ νύστα, κι᾿ ἀναγκαζόμουν νά τήν ψιθυρίζω πολύ σιωπηλά. Ἀλλά ὁ παππούλης μέ ἄκουγε! Πάλι χτυπάει, τάκ-τάκ!

Σοῦ εἶπα! Μέ τόν νοῦ!

Τό εἶπα τήν ἑπομένη ἡμέρα στό Γέροντα καί μοῦ λέει:

Ψιθύριζέ την παιδί μου, κάποτε θά μεγαλώσῃς! Ἐσύ στήν ἀγρυπνία σου νά κάνῃς ὀκτώ ὧρες προσευχή ἐνῶ ἐμεῖς κάνουμε δέκα-δώδεκα ὧρες.

Φαντασθῆτε τί πνευματικό πλοῦτο εἶχαν συσσωρεύσει αὐτοί οἱ τιτᾶνες τοῦ πνεύματος! Δώδεκα ὧρες Νοερά προσευχή καθημερινῶς. Ποῦ νά τά φθάναμε αὐτά τά μέτρα ἐμεῖς οἱ νεώτεροι! Αὐτά μόνο στά Συναξάρια τῶν μεγάλων Ἀσκητῶν Πατέρων τά συναντοῦμε!

Στήν ἀρχή εἶχα πολλές δυσκολίες στήν προσευχή. Δέν μποροῦσα νά προσφέρω καθόλου τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νόμιζα ὅτι φρακάριζε τό μυαλό μου, ὁ ἐνδιάθετος λόγος δέν ἐκινεῖτο μέ τίποτε. Οὔτε τό «Κύριε» δέν μποροῦσα νά πῶ. Προσπαθοῦσα μ᾿ ὅλες μου τίς δυνάμεις, ἀλλά δέν προχωροῦσε. «Τί γίνεται τώρα ἐδῶ;»

Ὁ Γέροντας μοῦ ἔλεγε:

Μή στενοχωριέσαι, βαβούλη μου. Μόνο ἐπίμενε ἐδῶ. Χτύπα καί θά σπάση. Εἶναι ὁ φλοιός. Ἄμα σπάσῃ ὁ φλοιός τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ σπόρος πού εἶναι μέσα στή γῆ καί ἀρχίζει νά βγάζῃ φύτρο, σπάζει τήν κρέμα τῆς γῆς πού ἔχει ξεραθεῖ, κι᾿ ἔτσι φυτρώνει. Καί ἄμα φυτρώσῃ, θά μεγαλώσῃ, θά ἀνθίσῃ καί θά καρποφορήσῃ. Καί τότε θά χαίρεσαι ἀπολαμβάνοντας τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος... καί θά σοῦ ἀνοίγεται ἡ ὄρεξις γιά περισσότερη καρποφορία καί πνευματική ἀπόλαυσι.

Αὐτά πού ἄκουσα, πού ἔμαθα καί κυρίως πού βίωσα κοντά του, γιά δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια θά τά καταθέσω ἁπλά καί μέ λίγα λογάκια.

Ὁ Γέροντας ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες κιόλας ἄρχισε νά μοῦ κλαδεύῃ τό θέλημα, γιά νά μοῦ θεραπεύσῃ τόν ἐγωϊσμό. Στήν ἀρχή, ἄρχισαν οἱ λογισμοί τῆς ὑπερηφανείας νά μοῦ μπλοκάρουν τίς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντος.

Ἄρχισε ὁ ἐγωϊσμός νά σηκώνῃ ἀνάστημα καί νά διαμαρτύρεται:

«Γιατί νά μοῦ τό πῇ αὐτό;

Γιατί νά μοῦ τό κάνῃ ἐκεῖνο;

Γιατί νά μοῦ μιλήσῃ ἀπότομα;»

Γρήγορα ὅμως κατάλαβα τί πάει νά μοῦ κάνῃ ὁ διάβολος. Πάει νά μοῦ χαλάσῃ τίς σχέσεις μου μέ τόν Γέροντα, τόν καθηγητή μου καί διδάσκαλο μου. Ἐπειδή, ἄν μοῦ κόψῃ τήν ἐπαφή μαζί του, θά μοῦ κόψῃ τήν πνευματική τροφοδοσία, δηλαδή τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού δίδεται διά τοῦ Γέροντος στόν ὑποτακτικό.

Τό ἀνέφερα αὐτό ἀμέσως στό Γέροντα καί μοῦ εἶπε:

Κοίταξε, παιδί μου, ἐδῶ πού ἦλθες, ἦλθες γιά νά σώσῃς τήν ψυχή σου, ν᾿ ἀρνηθῇς τόν ἑαυτό σου, νά κόψῃς τά πάθη σου καί νά ταπεινωθῇς. Ἦρθες νά κριθῇς καί ὄχι νά κρίνῃς, οὔτε τόν Γέροντα οὔτε τούς ἀδελφούς.

Σωστά! τοῦ λέω.

Λοιπόν, οἱ παλαιοί Ἁγιορεῖτες πατέρες ἐδῶ, ξέρεις τί συμβουλές μᾶς ἔδωσαν; Ξέρεις ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας; «Ἀνέπαυσες τόν Γέροντα σου! Ἀνέπαυσες τόν Θεό. Δέν ἀνέπαυσες τόν Γέροντα; οὔτε τόν Θεό ἀνέπαυσες!» Διότι τόν Θεό δέν τόν βλέπεις! Τόν Γέροντα τόν βλέπεις καί, ᾿εφ᾿ ὅσον εἶναι ἀντιπρόσωπος Του, ὅ,τι κάνεις σ᾿ αὐτόν, στό Θεό ἀναφέρεται.

Καί συνέχισε τίς πρῶτες διδασκαλίες του μέ τά ἀκόλουθα θεοφώτιστα λόγια:

«... Ἔχουμε μιά εἰκόνα, πού εἶναι φτιαγμένη μέ τό χέρι, ἀπό ξύλο καί χρώματα, καί ἀπεικονίζει τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας ἤ κάποιου Ἁγίου. Ὅ,τι κάνουμε σ᾿ αὐτή τήν εἰκόνα, παρ᾿ ὅτι εἶναι κάτι τό ὑλικό, ἀναφέρεται στό πρωτότυπο, ἐκεῖ πηγαίνει εἴτε ἡ τιμή εἴτε ἡ ἀτιμία. Ἔτσι κι᾿ ἐδῶ, ὁ Γέροντας εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀντιπρόσωπος Του στή γῆ, «εἰς τύπον καί τόπον» Του.
Γιά τόν ὑποτακτικό ὁ Γέροντας εἶναι πάνω καί ἀπό τόν Ἐπίσκοπο.
Γιά τούς ἄλλους δέν εἶναι τίποτε, ἀλλά γιά σένα τόν ὑποτακτικό ὅμως, εἶναι τά πάντα.

Ὁ Γέροντας δέν ἀναπαύεται, ὅταν ὁ ὑποτακτικός τοῦ κάνῃ τήν κατά διακόνημα ὑπακοή, ἀλλά ἀναπαύεται κυρίως μέ τήν πνευματική του ὑπακοή· ἐφ᾿ ὅσον προχωρεῖ πνευματικά, τόσο καί μεγαλώνει ἡ ἀνάπαυσις τῆς ψυχῆς τοῦ Γέροντος. Κι᾿ αὐτή ἡ ἀνάπαυσις τοῦ Γέροντος στόν ὑποτακτικό γίνεται εὐλογία Θεοῦ.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Πηγή: Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου, “Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης. Ἐκδ.: Γ. Γκέλμπεσης

Προτεινόμενη περαιτέρω μελέτη:

-->