Ἑορτάζομε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας μας πρωτίστως στὸ θέμα τῶν ἁγίων Εἰκόνων, δευτερευόντως ὅμως καὶ στὸ θέμα τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ἀπετέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν ἀκόμη τὸν σοβαρότερο ἐχθρό της. Γενικὰ σήμερα, πού «λάμπει καὶ ἀστράπτει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καὶ πού τελοῦνται μεγαλοπρεπεῖς τελετές, πανηγυρίζομε τὴ νίκη τῆς πίστεως ἐναντίον ἄπειρων δυσκολιῶν μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν στερέωσή της μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, πού διαβάσθηκε σήμερα στὴ Θεία Λειτουργία, δὲν ὁμιλεῖ βέβαια οὔτε γιὰ τὴ νίκη, οὔτε γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν πολλῶν καὶ ποικιλωνύμων ἐχθρῶν της. Οὔτε φυσικὰ γιὰ τὶς ἅγιες Εἰκόνες, πού ἀναστηλώθηκαν μία τέτοια ἡμέρα στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὸ καὶ ἀναίτιο πόλεμο ἐναντίον των ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα μᾶς θύμισε τὴν ἐκλογὴ τεσσάρων μαθητῶν τοῦ Κυρίου μας γιὰ τὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Συγκεκριμένα τοῦ Ἀνδρέου, τοῦ Πέτρου, τοῦ Φιλίππου καὶ τοῦ Ναθαναήλ.
Καὶ ὅμως ἂν σκεφθοῦμε λίγο πιὸ προσεκτικὰ καὶ πιὸ βαθειὰ θὰ διαπιστώσωμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ φαινομενικὰ ἄσχετη μὲ τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας εὐαγγελική μας περικοπή ἔχει σχέση μὲ τὴν ἑορτή. Πῶς θὰ τὸ ἐννοήσωμε αὐτό; Ὡς ἑξῆς: Ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ οἱ τέσσερεις πρῶτοι μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι ἐν συνεχεία τοῦ Κυρίου μας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀνελάμβαναν τέτοια μεγάλη καὶ βαρύτατη καὶ δυσκολώτατη ἀποστολή, νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο καὶ νὰ μεταφέρουν τὸ Φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης; Ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζομε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐὰν ἐξετάζαμε τὴν περίπτωσή τους μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἦσαν τελείως ἀκατάλληλοι γιὰ μία τέτοια ἀποστολή. Νὰ τὴν σχεδιάσουν καὶ νὰ τὴν ὑλοποιήσουν. Μήπως ἦσαν ἄνθρωποι μὲ ἀνάλογη παιδεία, μὲ πνεῦμα ἐπιχειρηματικό, μήπως εἶχαν ποτὲ δραστηριοποιηθῆ σὲ τέτοιου εἴδους ἐργασίες; Μήπως εἶχαν γνωριμίες μὲ πρόσωπα σημαίνοντα, ὥστε νὰ ἔχουν τὴ βοήθειά τους σὲ ὅ,τι μεγαλόπνοο ἔργο θὰ ἄρχιζαν σὲ λίγο;
Ἀλλὰ τόσο ὁ Ἀπόστ. Πέτρος ὅσο καὶ ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος ἐπίσης καὶ ὁ Ναθαναὴλ οὔτε τέτοια προσόντα διέθεταν, οὔτε μὲ ἐπιφανῆ πρόσωπα σχετίζονταν, οὔτε ἀνάλογη σχετικὴ πολύτιμη ἐμπειρία διέθεταν. Ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἦσαν καὶ ἕνα ταπεινό, πλὴν ἔντιμο ἔργο, ἀσκοῦσαν πρὸς βιοπορισμόν. Γι’ αὐτοὺς ἁρμόζουν τὰ λόγια του Ἀποστόλου Παύλου στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «...τὰ μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός… καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου… καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα…» (Α΄ Κορ. 1, 27-28).
Μὲ ὅλα αὐτά, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποῦ θέλομε νὰ καταλήξωμε, ὥστε νὰ συσχετίσωμε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ θριάμβου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι νὰ προβάλωμε καὶ κάποιο σοβαρὸ ἀπολογητικὸ ἐπιχείρημα; Μὲ τὴν παρέκβαση αὐτὴ θέλομε νὰ τονίσωμε τὸ σπουδαῖο γεγονὸς καὶ πρωτοφανὲς καὶ μοναδικό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ γενικὰ ἡ πίστη μας ὀφείλει κυρίως τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ μεγαλεῖο της καὶ τὴν μακροβιότητά της ὄχι σὲ ἀνθρώπινους παράγοντες καὶ ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἀλλὰ σὲ ὑπερφυσικούς παράγοντες καὶ κυρίως στὴν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. «Χάριτι Θεοῦ εἰμί, ὃ εἰμὶ» (Α΄ Κορ. 15,10) θὰ διακηρύξη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νὰ πεῖ, πώς ὅ,τι ἐπέτυχα δὲν ὀφείλεται σὲ μένα, ἀλλὰ στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. (Ἄλλο βέβαια ὅτι ἐκοπίασε πάρα πολὺ καὶ θυσιάσθηκε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο).
Τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸ ἡλίου φαεινότερο, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἤ τῶν θρησκειῶν τὸ ὑπενθυμίζομε γιὰ ὅσους ἀδελφούς μας ἐπιμένουν νὰ ἀρνοῦνται τὸν ὑπερφυσικὸ χαρακτήρα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν ἐπιβίωσε καὶ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, τοῦτο δὲν ὀφείλεται σὲ ἀνθρώπους ἤ σὲ ἀνθρώπινους παράγοντες, ἀλλὰ ὀφείλεται κυρίως στὸν Παντοδύναμο Θεὸ καὶ τὴ Χάρη Του. Οἱ ἄνθρωποι, πού ὑπηρέτησαν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας τὸ Μυστήριον τῆς πίστεως, ὅπως εἴδαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦσαν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἱκανοὶ μόνο γιὰ καθημερινὰ, βιοποριστικὰ ἔργα ἁπλῶν καὶ ταπεινῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι τὸ ψάρεμα ἢ ἡ γεωργία.
Ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάποια θρησκεία, ὅπως οἱ ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο τῆς ἀληθείας. Ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος δὲν μιλοῦν μόνο ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ χιλιάδες καὶ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων μέχρι καὶ σήμερα, ὅπου ἀκόμη πολεμοῦνται καὶ διώκονται μέχρι θανάτου πιστοὶ χριστιανοί. Ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια περὶ παντὸς βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη στὸν Χριστιανισμό, δίνει βροντερὴ μαρτυρία καὶ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ἡ ἱστορία ἀμέτρητων διωγμῶν καὶ αἵματος κατὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ Ἰδρυτοῦ τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Ἀμὴν
Ο Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος