Έφυγα στις 3 νύχτα απ’ την Καρδίτσα. Ένα ταξίδι σιωπηλό μες στο σκοτάδι και τις σκέψεις. Την προηγούμενη μέρα έλαβα εκείνο το γράμμα. Όμορφα γράμματα, προσεκτικά σκαλισμένα, «σαν μικρές ζωγραφιές», που έλεγε η δασκάλα μας στο χωριό. Τον θυμόμουν στο σχολείο να λυγίζει το κορμί του δεξιά, να σκύβει λοξά πολύ χαμηλά και με το αριστερό του χέρι να γράφει προσεκτικά, για να μην αγγίξει τα γράμματα και λερώσει με την υγρή ακόμη μελάνη το χαρτί. «Η γραφή αυτή δεν είναι για αριστερόχειρες!», έλεγε συχνά θυμωμένος, όταν τελικά δεν τα κατάφερνε και μια μουτζούρα σαν συννεφιά σκέπαζε τις μικρές του ‘’ζωγραφιές’’.
«Τετάρτη πρωί κατά τις 8 να είσαι στην Ουρανούπολη. Θα βγάλεις διαμονητήριο. Θα πεις ότι είσαι προσκεκλημένος στη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Τους έχω ήδη ειδοποιήσει. Θα πάρεις το πρωινό πλοίο. Στις 8. Δεν είναι ταξίδι, αδερφέ μου. Είναι αναζήτηση. Η δική μου αναζήτηση πριν δυόμισι χρόνια. Το δρόμο θα τον βρεις μόνος σου από κει κι ύστερα. Θα μείνεις τέσσερις μέρες. Μην πεις σε κανέναν ακόμη τίποτε. Θα σε περιμένω. Έχουμε τόσα να πούμε!»
Φύγαμε με το μικρό καράβι απ’ την Ουρανούπολη στις 8. Εκείνο που ξενίζει στην αρχή είναι η πλήρης απουσία γυναικών. Το αντρικό φύλο κυριαρχεί. Παντού άντρες. Και πολλοί καλόγεροι. Πολλές γλώσσες. Οι πιο πολλοί με το ίδιο βλέμμα. Κάπως έτσι λέω θα ‘ναι και το δικό μου. Λίγο βαθύ, λίγο σκεφτικό, λίγο απόμακρο. Σαν ν’ ανοίγει σιγά – σιγά η ψυχή τα παραθυρόφυλλά της κι αφήνει τον ήλιο να σκίσει το σκοτάδι σε μικρές λωρίδες στην αρχή κι ύστερα – όσο συνηθίζουν τα μάτια – να διαχέεται το φως και ν’ αποκαλύπτει το καταφύγιο εκείνο στο βάθος του νου, στο βάθος των συναισθημάτων. Το καταφύγιο της πίστης…
Πλέουμε παράλληλα προς τη στεριά. Βράχια που βουτάνε στη θάλασσα, βράχοι κατάφυτοι, πράσινοι, που αγγίζουν το βαθύ μπλε. Φαίνεται πολύ βαθιά εδώ η θάλασσα! Τα πρώτα μοναστήρια στέκουν ψηλά και μας κοιτούν. Μπαλκόνια στη θάλασσα, χέρια απλωμένα στον ήλιο, φτιαγμένα πέτρινα, όχι όμως σαν κάστρα. Σαν να μαλάκωσαν πρώτα την πέτρα, σαν να την έπλασαν κι ύστερα έχτισαν πάνω της το άβατο, το απόμακρο, το συνειδητό. Τρούλοι λευκοί και χρώματα σαν σκέψεις, φευγαλέα, καλούν, προσκαλούν, γνέφουν ένα «Έλα…» ή ένα «Αντίο…», σαν παράξενες Σειρήνες. Κι ακούω τον ήχο τους στην ψυχή μου. Το βλέμμα μου αγκιστρώνεται πάνω τους. Ζηλεύω και φοβάμαι. Αν είναι λάθος; Και τι είναι εν τέλει σωστό; Αν όλα είναι μάταια; Και ποιος σκοπός δεν είναι μάταιος; Ένας γέρος καλόγερος με πλησίασε. Κρατούσε ένα ματσάκι από μαύρα σταυρουδάκια πλεχτά με κόμπους. Του ζήτησα δύο για τα παιδιά μου. Δεν ήθελε χρήματα. Είχε ένα αληθινό χαμόγελο αυτός ο γέρος. Πυκνά άσπρα φρύδια και μάτια μπλε, σαν της θάλασσας. Όμορφα, άδολα μάτια.
Οι επιβάτες μιλούν τώρα πιο σιγανά. Αρκετοί κοιμούνται. Η θάλασσα ήρεμη, ακύμαντη. Γλάροι ακολουθούν το πληγωμένο νερό. Ο φθινοπωρινός ήλιος ώριμος, μεστός, σκαλώνει στα βράχια, γυαλίζει συμπαγής στο νερό, ταΐζει τα δέντρα, μισοκλείνει τα μάτια μου και με γεμίζει οράματα. Αφομοίωσα τον ήχο του πλοίου και μου φαίνεται πως όλα γίνονται στη σιωπή. Το νερό σκίζεται αθόρυβα κι ο αέρας δεν βουίζει πια. Κοιτώ μακριά και χάνομαι σε σκέψεις. Η ζωή μου ως τώρα, το χθες, το παρελθόν, τα όνειρά μου, οι πληγές μου, οι φτηνές μου πληγές, που γκρίνιαζα σαν παιδί ότι πονάω, πιο πολύ για να μου δείξουν οι άλλοι την αγάπη τους, ένας ζητιάνος ήμουν. Οι στόχοι μου φτηνοί κι αυτοί, να γίνω, να φτάσω, να φτιάξω, να πετύχω, να αποκτήσω. Εδώ το μόνο που γυρίζει στο νου μου είναι να νιώσω, να δω, ν’ ακούσω, ν’ αγγίξω, να πιστέψω… Το γαλάζιο ποτίζει την ψυχή μου. Νιώθω πράγματι πιο ανάλαφρος. Με γητεύει αυτή η αργή κίνηση του πλοίου, αυτή η σιωπή της απομόνωσης. Σαν εξαγνισμός πριν τη μεγάλη στιγμή, σαν μια βάφτιση στα αγιασμένα νερά του περιβολιού αυτού που μ’ αγκαλιάζει τρυφερά.
Φτάσαμε στη Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Περίμενα να δω μια πόλη ή έστω ένα μεγάλο χωριό. Τίποτε. Λίγα κτίσματα, δυο τρία μαγαζιά με εικόνες, σταυρουδάκια, λιβάνι, μέλι απ’ τα μοναστήρια, κρασί. Παραξενεύουν οι δοσοληψίες εδώ. Νιώθεις το χρήμα σαν εχθρό, κίβδηλο είδος πραγματικά. Δεν αγόρασα τίποτε. Εδώ δεν είμαι τουρίστας. Είμαι προσκυνητής. Ό,τι αποκομίσω θα μείνει μες την καρδιά μου. Πήρα το καΐκι για τη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Νιώθω λίγο κουρασμένος και νυστάζω. Παραμένω όμως εντυπωσιασμένος από τον κρυφό τούτο κόσμο και δεν θέλω να χάσω καμιά εικόνα, κανένα συναίσθημα.
Μεσημέριασε. Η θάλασσα λαμπυρίζει ακίνητη. Δίπλα μου κάποιοι συζητούν για φιλοσοφία. Εδώ ο νους καρπίζει εύκολα. Ψάχνει να βρει κάτι, μια λύση, ένα δρόμο, το λάθος, το σωστό. Η πνευματικότητα διάχυτη στα πρόσωπά τους. Υπάρχει πραγματική αλήθεια; Κι εγώ σκεφτόμουν αυτά που λέω στους μαθητές μου στο λύκειο για την Αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα και για τους δεσμώτες, για τις σκιές που έλεγε ο Σωκράτης πως όσοι γεννιούνται με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο τις αντιλαμβάνονται σαν αληθινές και για τους ήχους σαν τις φωνές των σκιών κι όμως πλανώνται κι αν δουν την πραγματική αλήθεια θαμπώνονται, τα μάτια τους γεμίζουν δάκρυα, υποφέρουν κι αυτό που βλέπουν δεν είναι καθόλου ωραίο για τις αισθήσεις τους, που τράφηκαν τόσα χρόνια με το ψέμα και νοσταλγούν την προηγούμενη ζωή της πλάνης κι ας ήταν δέσμιοι. Φοβίζει η αλήθεια πράγματι, θαμπώνει, πονάει. Είμαστε έτοιμοι να τη δεχτούμε; Μπορούμε να την καταλάβουμε; Κι εγώ ταξιδεύω για μια τέτοια αλήθεια. Δεν ξέρω τι θα βρω, αλλά ήδη, πριν φτάσω, νιώθω ένα φως να ξεχύνεται σιγά – σιγά από μέσα μου, σαν να πλημμυρίζει η ψυχή μου. Φοβάμαι τον εαυτό μου. Σαν ένα μικρό παιδί που φτάνει στο χείλος ενός γκρεμού. Έχει μάθει για τέτοιους κινδύνους; Είναι έτοιμο να πει το μεγάλο όχι ή θα προτιμήσει να πετάξει;
Σχεδόν όλοι στο καΐκι είναι καλόγεροι. Αρκετοί είναι νέοι με μαύρα άτακτα γένια και μακριά μαλλιά. Καμιά σχέση με την εικόνα των ιερέων της πόλης που ξέρω. Κι ατίθασοι κάποιοι στο βλέμμα. Σαν να βιάζονται να φτάσουν, να περάσουν τα μονοπάτια, να μπουν στο κελί τους κι εκεί να νιώσουν ελεύθεροι. Τα νερά συνεχίζουν να είναι βαθιά. Σκούρο μπλε παντού. Νιώθω τη βουβή του πίεση, τη δροσερή του ανάσα. Σαν να ξημερώνει και στη ζωή μου. Και είναι μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Κανείς πια δεν μιλάει. Ένα μεγάλο χέρι μας γνέφει με ήπια επιβολή: «Σωπάστε!»…
Τα μοναστήρια, που φαίνονται απ’ το καΐκι, εντυπωσιακά. Στο Ρώσικο πράσινοι ψηλοί τρούλοι. Λένε ότι εδώ υπάρχει η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου. Εξαώροφα κτίρια, χτισμένα με σκουρόχρωμη γκρίζα πέτρα. Θαυμάζω, ίσως και να ζηλεύω αυτούς τους μοναχούς, μα δεν τολμώ να το παραδεχτώ. Θαυμάζω το θάρρος του αναχωρητισμού, ζηλεύω τη γαλήνη τους. Δεν το τολμώ. Βιώνω την αγάπη κι εγώ, μ’ έναν άλλο τρόπο, μα αγάπη πλέρια, αστείρευτη. Ένας κήπος κι η δική μου ψυχή και δυο μικρά αγγελούδια παίζουν στον ίσκιο. Όχι, δεν το τολμώ. Μα θέλω να μυρίσω το άρωμά του και να κρατήσω όσο μπορώ τη γεύση του.
Αριστερά τώρα ορθώνεται περήφανος κι ευθυτενής ο Άθως. Σύννεφα πιο χαμηλά απ’ την κορφή του ρίχνουν τον ίσκιο τους στην πλαγιά κι η κορυφή φαίνεται ν’ αγγίζει τον ουρανό. Εδώ δεν έχει πια δέντρα. Μόνο θάμνοι φυτρώνουν στους βράχους. Αφιλόξενες οι παραλίες. Τα σύννεφα πυκνώνουν στην κορυφή του. Ένα παιδάκι ντυμένο καλόγερος. Απ’ την Αθωνιάδα Σχολή. Δεν ταιριάζει η στολή με τις κινήσεις του, με το βλέμμα του, με το γέλιο του. Ούτε το μαύρο χρώμα. Σπηλιές στην άκρη κι ένα κρυφό ακρογιάλι. Συνεχόμενες χαράδρες κόβουν το βουνό και δέντρα κρύβουν τα ποτάμια της βροχής. Ένας βράχος σκίστηκε και γέρνει προς τη θάλασσα, μα δεν πέφτει, μόνο ίσκιο χαρίζει και δέος.
Μονή Σιμονόπετρας. Εντυπωσιακή! Προέκταση του βράχου προς τον ουρανό. Σαν χέρια που δέονται. Αψηφά τον κίνδυνο, νικά το γήινο και εξαϋλώνεται. Ένα δελφίνι έσκισε βιαστικά τα νερά και χάθηκε. Όμορφη κι η ζωή, σκέφτηκα. Σταματήσαμε στο μικρό λιμάνι την Μονής. Κατέβηκαν τρεις καλόγεροι. Νέοι κι οι τρεις. Τους αγκάλιασε ένας ηλικιωμένος με ξεβαμμένο ράσο που τους περίμενε. Κίνησαν κι οι τέσσερις αργά βαδίζοντας για το μοναστήρι. Μαύρο, πράσινο, λευκό, γκρίζο, μπλε κι όλα γαλήνια. Τι κόσμος είναι αυτός! Επόμενη στάση Άγιος Γρηγόριος. Κάπως έτσι θα μας μοιράζουν κι όταν φύγουμε απ’ τη ζωή… Ωραία θα ήταν! Θα ‘θελα να κατέβω στο τέρμα.
Σε μισή ώρα φτάσαμε στο μοναστήρι. Δεκάδες πάσσαλοι κρατούν τα κελιά πάνω απ’ τη θάλασσα. Αψηφούν τη βαρύτητα, τον κίνδυνο, το φως. Νιώθω δέος που τα κοιτάω. Κρατιούνται στη ζωή απ’ το άγγιγμα των βράχων κι απ’ το κοίταγμα του ουρανού, ένα με τον άνεμο, κι η θάλασσα σιγοτρώει το ξύλο και τρίζει τις νύχτες και μαυρίζει, μα αντέχει, κι άλλοτε πάλι σίγουρα πονά, μα κι ελπίζει. Τι νόημα έχει η ζωή αν όλο φτιάχνεις κι επισκευάζεις και ποτέ δεν σου φτάνουν; Εδώ η απλότητα βαδίζει χέρι – χέρι με το μεγαλείο. Απλή μα απρόσιτη η ομορφιά και συνάμα ζεις μέσα της, ομορφαίνεις κι εσύ ετούτον τον τόπο με τη δικιά σου παρουσία.
Λειασμένες οι πέτρες στα σκαλοπάτια απ’ τα χρόνια, απ’ τους χειμώνες και τα τόσα βήματα που φιλοξένησαν. Μεγάλα, πλατιά σκαλοπάτια κάνουν υποφερτό τον ανήφορο. Μια μεγάλη ξύλινη πόρτα στην είσοδο του μοναστηριού, με σκουριασμένες μεταλλικές ταινίες. Είναι από κείνες τις πόρτες με τα τεράστια κλειδιά, που φύλαγαν το καστρομονάστηρο τα βυζαντινά χρόνια απ’ τους πειρατές. Τώρα γερασμένη μας καλωσορίζει αυτή πρώτη. Ύστερα μια χαμηλή καμάρα, σκοτεινή κι αμέσως μετά το αίθριο του μοναστηριού, τυλιγμένο στο φως. Ένα πολύ μεγάλο κυπαρίσσι σαν λόγχη σημαδεύει τον ουρανό.
Τακτοποιήθηκα στον ξενώνα. Είχα λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. Είπα να ξαπλώσω, αλλά το μετάνιωσα. Βγήκα στην αυλή. Όλα με τάξη. Και πουθενά μια κάποια παρουσία να δείχνει πώς γίνονται όλα στην εντέλεια. Έβλεπα κάτι ίσκιους να κινούνται αθόρυβα. Ένιωθα ξένος, αταίριαστος. Μα έλπιζα να τον δω ξαφνικά, ν’ ακούσω τη φωνή του, να νιώσω τον αέρα που θ’ αναδεύει απ’ την παρουσία του. Φαντάστηκα τα δικά του χέρια να βάφουν στον ασβέστη τον κορμό του κυπαρισσιού, να τακτοποιούν τον κήπο, να φροντίζουν τα λουλούδια. Τίποτε. Σιωπή πιο βαριά απ’ την αναμονή. Γύρισα στο δωμάτιο. Ένα στενό κρεβάτι κι ένα σκληρό στρώμα μου θύμισαν ότι κάποιες απολαύσεις δεν πρέπει να επιβιώσουν εδώ. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου.
Ο εσπερινός ήταν κατανυκτικός. Οι καλόγεροι έψελναν, ο καθένας από διαφορετική θέση. Ψαλμωδία αβίαστη, αρμονία να ξεχύνεται απ’ τα χείλη τους και να γεμίζει το χώρο. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα με σκηνές απ’ την κόλαση και τη Δευτέρα Παρουσία. Το τέμπλο πλούσιο ξυλόγλυπτο. Οι θρόνοι ως την τελευταία λεπτομέρεια δουλεμένοι. Μια ομορφιά ξεχωριστή, μια καλλιτεχνική δημιουργία ανιδιοτελής, μια προσφορά ψυχής, έμπνευση στα όρια του μυστικιστικού, του απρόσιτου. Βλέπεις το χέρι των παλιών τεχνιτών να λειαίνει το μάρμαρο, να σκαλίζει το ξύλο, να ζωγραφίζει τους τοίχους και το βλέμμα τους βαθύ, σαν των αγίων, ένα μαζί τους.
Προσκύνησα τα άγια λείψανα. Το χέρι του Αγίου Δαμιανού – είχαμε τάξει τα παιδιά στους Αγίους Αναργύρους, ο γιος μου ο Αλέξανδρος λέγεται και Δαμιανός – το χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ανέδιδαν ένα ξεχωριστό άρωμα. Κάπως έτσι θα μυρίζει η αθανασία. Προσκύνησα με ευλάβεια, χωρίς να κλείσω τα μάτια μου. Κόκαλα στο χρώμα του σκούρου ξύλου. Μετά το δείπνο, αλάδωτη μανέστρα με ντομάτα φρέσκια, ελιές, μαύρο ψωμί, μήλο με σταφύλια και στο τέλος λίγα κόλλυβα.
Ζήτησα να δω τον ηγούμενο. Ήταν πολύ άρρωστος. Ωστόσο με δέχτηκε. Πήγα μ’ ένα σωρό ερωτήσεις έτοιμες να ειπωθούν. Μόλις τον είδα δεν ρώτησα τίποτε. Δεν μπόρεσα. Μου φάνηκε πολύ φτηνό να ρωτώ μες στην αγωνία έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο για τον αδερφό μου και την αναζήτησή μου σ’ αυτό το υπέροχο μέρος. Ήταν μεγάλη χάρη και ανείπωτη τύχη που με δέχτηκε. Μου έδωσε την ευχή του. Το δέρμα στο χέρι του, όταν το φίλησα, ήταν πολύ απαλό και μύριζε όπως τα άγια λείψανα. Μου μίλησε λίγο. Μου είπε να προσεύχομαι, να κοιτάζω την αιώνια ζωή, όχι την εφήμερη. Όποιος κι αν μου το έλεγε αυτό θα γελούσα, όμως αυτός πέθαινε κι είχε το θάρρος να δίνει συμβουλές, δεν ήταν καθόλου φοβισμένος, όχι, ίσως και ν’ ανυπομονούσε να πεθάνει. Ο θάνατος είναι το πέρασμα σε μια άλλη ζωή. Τον πίστεψα, τον ζήλεψα. Σαν φίλος με τη ζωή, με το θάνατο, με τη συνείδησή του, με τους φόβους του. Δεν τον ρώτησα για το λόγο που επισκέφτηκα το μοναστήρι. Θυμήθηκα τα λόγια στο γράμμα. «Μην ρωτήσεις για μένα. Άσε τα βήματά σου να σε οδηγήσουν. Άσε την ψυχή σου ελεύθερη ν’ ακολουθήσει τα αέρινα μονοπάτια και θα με βρεις…». Ας νιώσω λοιπόν, ας συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι κι ίσως τον δω να με κοιτάζει από ώρα. Αυτό έπρεπε να κάνω, να συνηθίσω τα μάτια μου σε τούτο το σκοτάδι. Ή μήπως σε τούτο το λαμπερό φως;
Κάτω από μια μεγάλη καρυδιά στο πίσω μέρος της μονής μας μίλησε ένας μοναχός για τη θρησκεία. Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε, όσο το πόσο πολύ τα πίστευε. Η έκφρασή του γαλήνια. Κι εγώ ψάχνω και ψάχνω και πάντα είμαι στην αρχή και δεν βρίσκω νόημα και με πιάνει πανικός. Νιώθω τη ζωή μου να γλιστρά, να φεύγει, να χάνεται και δεν έχω λόγο ύπαρξης, κάτι για το οποίο να παλέψω. Τι μονοπάτι να ‘ναι αυτό της πίστης; Μέσα στην όλη ματαιότητα μήπως τελικά είναι η μόνη αλήθεια; Έπιανα κάποιες στιγμές τον εαυτό μου να ξεφεύγει απ’ τη συζήτηση και να κοιτά το ηλιοβασίλεμα. Η θάλασσα μάτωσε. Ξύπνησε πάλι μέσα μου ο ποιητής. Πόσες φύσεις έχω; Και πρέπει να συγκρούονται συνεχώς; Η ψυχή μου ένα σπίτι γεμάτο περιστέρια. Φτάνει ένας θόρυβος, μια ξένη παρουσία, μια καινούργια παρουσία να ταράξει τα πουλιά και να γεμίσει από άτακτα φτερουγίσματα. Κι όταν όλα κατασταλάζουν, πρέπει να μένω σιωπηλός, να μην χαλάσω τη γαλήνη. Μα αυτή την ψυχή κληρονόμησα, πλούσια, γεμάτη ζωή και χρώματα. Όχι, δεν ζηλεύω τελικά την ασυνειδησία, την αναισθησία, την τάξη, την ισορροπία, όχι! Φύση δική μου είναι η ματαιοπονία, η ματαιοδοξία, το ταξίδι στο γύρο του άβατου, η παρατήρηση, η ενδοσκόπηση, η ενατένηση, η έμπνευση, η μοναξιά ίσως, η ηθελημένη μοναξιά, η δημιουργία κι ο πόνος ίσως… Χρέος μου να ψάχνω, ν’ ανακαλύπτω, ν’ αποκαλύπτω, να συνθέτω κι ας αποσυντίθεμαι.
Εξομολογήθηκα στον πατέρα Πανάρετο. Έκλαψα. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Στο παρεκκλήσι δυο κεριά μονάχα αναμμένα. Ησυχία. Η φωνή μου σπασμένη. Οι άγιοι με κοιτούσαν στα μάτια και περίμεναν. Ο πατέρας Πανάρετος κοιτούσε χαμηλά και μετρούσε το κομποσκοίνι του. Του τα ‘πα όλα. Ζήτησα συγχώρεση. Μου είπε πως δεν φταίω. Επέμεινα. Ζήτησα να συγχωρήσει και τους άλλους, που χάλασαν τη ζωή μου και τη ζωή των παιδιών μου. Μου είπε να μην κοιτάζω πίσω. Να ξαναπαντρευτώ, να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Τότε με κοίταξε στα μάτια. Τα δικά του ήταν γαλανά, βυθισμένα σε μαύρες κόγχες. Είδα τη ζωή μου ξανά όμορφη. Μια νέα αρχή, αυτό χρειαζόμουν. «Η ζωή είναι μπροστά σου, μου είπε, και σου χρωστάει πολλά». Ξαφνικά γέμισα φως, ένα φως ζεστό κι ο άνεμος κόπασε. «Τη χάρη του θεού, έλεγε, αυτή να βρεις, ξέρεις τον τρόπο. Να την ψάξεις μέσα σου». Η χάρις του θεού… Πριν δέκα χρόνια την κατέκρινα αυτή τη φράση, αυτό το περιεχόμενο. Τη θεωρούσα εντελώς κενή, ακατάληπτη. Ζητούσα αποδείξεις για την ύπαρξη του θεού. Τώρα ήρθα εδώ συντετριμμένος και ταπεινωμένος. Ίσως τελικά βρήκα την απόδειξη που ζητούσα.
Κοντεύει 9:30. Όλοι έχουν πέσει για ύπνο. Είμαι από τις 3 τα χαράματα στο πόδι. Θα ξυπνήσω πάλι στις 3. Κάθομαι στο αρχονταρίκι μόνος μου και γράφω όλα αυτά. Προσπαθώ να προλάβω τις σκέψεις μου. Εδώ πράγματι το πνεύμα καρπίζει. Δεν υπάρχει κάποια πρόκληση, κάποια αμφιβολία, κάτι έστω που να σε αποσπάσει. Ο καλύτερος χώρος για πνευματική εργασία. Έξω η θάλασσα ανασαίνει αργά. Στην άκρη ο αφρός αιχμαλωτίζει λίγο φως του φεγγαριού και το παίρνει μαζί του βαθιά να στολίσει το βυθό. Δεν πρέπει να ξεχάσω τίποτε. Ούτε να χάσω το αίσθημα που νιώθω εδώ, σ’ αυτή την ξέχωρη γωνιά της ζωής.
Συνεχίζεται...
Πηγή:
Ντελής Βαγγέλης (Πρώτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας
που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, στην κατηγορία Νουβέλα, το
2012 (agioritikesmnimes.blogspot.gr) (www.ikarditsa.gr)