Αναζήτηση στο Άγιον Όρος (Β'-Μέρος)


Αναγνώσεις: |


Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.

Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Συνέχεια...
Ξύπνησα μόνος μου στις 2.30 και δεν ξανακοιμήθηκα. Στις 3.00 ακούστηκε ο ξύλινος ήχος του τάλαντου. Ένα κάλεσμα χρέους μες στη νύχτα, μες στη ζωή. Σηκώθηκα αβίαστα. Ήμουν ξεκούραστος, έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Όπως όταν πρόκειται να ζήσεις ένα μυστήριο, καταβάλλεται η κόπωση του σώματος απ’ την επιθυμία της ψυχής. Πήγα στη Θεία Λειτουργία. Μόνο ένα καντήλι αναμμένο. Στην αρχή σκοτάδι. Δεν έβλεπα τίποτε. Έβρισκα ψηλαφιστά τις εικόνες, για να χαιρετήσω. Όταν συνήθισαν τα μάτια μου, παρέμεινα ακίνητος, μέρος κι εγώ του μυστηρίου και της σιωπής.

Οι καλόγεροι έψελναν μες απ’ τους ίσκιους. Οι γεροντότεροι με τα άσπρα γένια φαινόταν λίγο πιο καθαρά. Λόγια απαλά, γλυκά, ψαλμωδία αρμονική. Κάθε φορά που σηκωνόμουν ακουγόταν ο τριγμός απ’ το ξύλινο παγκάρι. Σηκωνόμουν έτσι αργά, σχεδόν αθόρυβα και καθόμουν το ίδιο αργά. Για ώρα πολλή έμενα όρθιος. Δεν ένιωθα κούραση.

Σε μια στιγμή έφυγαν όλοι σχεδόν οι καλόγεροι κι επέστρεψαν όλοι μαζί, όταν βγήκε το "Μετά Φόβου" και μετέλαβαν ευλαβικά. Έπαιρναν αντίδωρο κι έπιναν νερό από ένα μεταλλικό ποτήρι από μια λεκάνη, μεταλλική κι αυτή. Η ώρα πέρασε πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα. Δεν κοίταξα ούτε μια στιγμή το ρολόι. Κάπου – κάπου σχεδόν μ’ έπαιρνε ο ύπνος έτσι όπως ήμουν σκυφτός και τα λόγια της Λειτουργίας γινόταν άλλη γλώσσα, γέμιζε παραισθήσεις ο χώρος κι ύστερα πάλι επανερχόμουν.

Χάραξε η μέρα. Απ’ τα μικρά παράθυρα του τρούλου έβλεπα το πρωινό να κρυφοκοιτάζει. Όταν βγήκαμε έξω, ήταν πια μέρα. Κοίταξα πάλι με αγωνία γύρω μου. Μια ξέχωρη κίνηση περίμενα, έναν αλλιώτικο ήχο, ένα νεύμα. Τίποτε. Αφέθηκα. Πήγα στην τραπεζαρία μαζί με τους υπόλοιπους επισκέπτες της Μονής. Φάγαμε ψάρι και πατάτες. Είχε και κρασί κόκκινο, δυνατό, δικό τους. Ήπια δυο ποτήρια. Ένας μοναχός διάβαζε κατά τη διάρκεια ένα κήρυγμα για το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζει ο σωστός χριστιανός την αρρώστια. Έπεσα με λαιμαργία στο φαγητό. Πεινούσα…

Πήγα στο αρχονταρίκι. Ρώτησα τον αρχοντάρη τι να κάνω. Εκείνος μου είπε ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο στη Μονή Αγίου Γρηγορίου. Θα πήγαινα ξανά στη Δάφνη κι από κει στη Μονή Ξενοφώντος. «Πήγαινε εκεί με την ευχή του Θεού, μου είπε, όλα έχουν το νόημά τους. Κανέναν δεν χάνει ο Θεός. Θα βρεις αυτό που ζητάς».

Σε λίγο ήμουν στο μόλο και περίμενα το καραβάκι. Κοπάδι τα ψάρια στην άκρη. Τα τάισα λίγο ψωμί που είχα πάρει για το δρόμο. Κελαηδίσματα εξαίσια πουλιών. Οι καλόγεροι φορούν τα παλιά τους ράσα και φεύγουν για τις δουλειές τους. Κάποιοι δόκιμοι φωνάζουν και γελάνε. Εγώ με το σάκο μου έτοιμος να φύγω. Ήρθα, είδα, ένιωσα. Δεν θα ξεχάσω. Νυστάζω αφόρητα. Θα είμαι πολύ χλωμός τώρα κι αξύριστος. Δεν με νοιάζει. Νιώθω όμορφα. Αυτό μου φτάνει.

Η Μονή Ξενοφώντος είναι απ’ τις πιο παλιές στο Άγιο Όρος. Χτισμένη το 980 περίπου. Βρίσκεται δίπλα απ’ τη θάλασσα κι απ’ τα παράθυρα νιώθεις την ανάσα της. Εργασίες γινόταν, όταν έφτασα. Μια μπόρα είχε κατεβάσει πολλή λάσπη απ’ το βουνό και προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους δρόμους και την προβλήτα. Κατεβήκαμε πέντε προσκυνητές. Πολύ πρόσχαρος ο αρχοντάρης κι εδώ. Μου έφτιαξε καφέ και με κέρασε λουκούμι και τσίπουρο. Νύσταζα πολύ. Πήγα στο δωμάτιό μου. Ως τις 4.00 που είχε εσπερινό είχα αρκετό χρόνο. Πώς αντέχουν αυτοί σε τέτοιους ρυθμούς;

Κοιμήθηκα αμέσως και ξύπνησα μέσα σε παραισθήσεις. Η ώρα σαν ένας χτύπος πέρασε. Σήμανε εσπερινό. Σηκώθηκα. Ήμουν με τα ρούχα μου, ξεσκέπαστος. Ζήτησα να μιλήσω με κάποιον μοναχό. Ήρθε ο πατέρας Λουκάς, ένας χαμογελαστός άνθρωπος, λεπτός και ψηλός, με πολύ μακριά μαύρα γένια. Μου είπε να τον ακολουθήσω στο ιερό κατά τη διάρκεια του εσπερινού. Πέτρινη η Άγια Τράπεζα κι ο εσταυρωμένος δίπλα μας ν’ ακούει. Ο πατέρας Λουκάς είναι απ’ τη Λάρισα. Το τοπικό στοιχείο μετράει σε ξένα μέρη. Γνώριζε τον πνευματικό μου, τον πατέρα Σεραφείμ. Ένιωσα μεγάλη οικειότητα μαζί του, σαν να τον ήξερα χρόνια. Μιλήσαμε για τις δυσκολίες της ζωής, πώς φωλιάζει και θρέφεται το μίσος μέσα μας, πώς ξεχειλίζει κάποιες φορές και δεν μπορούμε να το νικήσουμε. Του μίλησα για τη δικιά μου ζωή. Ζήτησα κι απ’ αυτόν συμβουλές, έστω τη γνώμη του. Εδώ μέσα έμαθα τόσο γρήγορα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Με κοίταξε στα μάτια. «Όλα είναι σχέδια του Θεού, μου είπε, κανέναν δεν αδικεί. Έχει το σκοπό του. Δες πιο μακριά…». Και πράγματι είδα κάπου την ευτυχία ν’ ανθίζει κι ένα πρόσωπο όμορφο κι άδολο να με κοιτά και να λάμπει. Εκεί πίσω απ’ την Άγια Τράπεζα, μες στην κατάνυξη του εσπερινού, δίπλα απ’ αυτόν τον άγνωστο μέχρι πριν λίγο καλόγερο, κάτω απ’ το βλέμμα του Χριστού, ένιωθα να παίρνω τέτοια δύναμη, να βρίσκω αυτό που πράγματι χρειαζόμουν, να βλέπω καθαρά, απαλλαγμένος απ’ το μίσος που με τύφλωνε τόσο καιρό, να βάζω νέους στόχους και να παλεύω για τους ανθρώπους που πράγματι το αξίζουν. Για ένα ξέφωτο ταξιδεύω και ήδη βλέπω τον ήλιο να τρυπά τα σύννεφα και να μου δείχνει τον προορισμό μου, το ξέφωτο της νηνεμίας και της λάμψης, της γαλήνης και της πλήρωσης, της δικαίωσης, της υπομονής και της πίστης.

Μετά το απόδειπνο με φώναξε ο αρχοντάρης και μου είπε πως την επόμενη μέρα θα πήγαινα στη Μονή Δοχειαρίου με τα πόδια από ένα μονοπάτι, μετά το φαγητό. Εκεί να προσκυνήσω και να ζητήσω να μιλήσω με τον πατέρα Ευφραίμ. Εκείνος θα μου έδινε ίσως κάποιες πληροφορίες για τον αδερφό μου. Τον ευχαρίστησα. Έπαψα πια να ρωτώ. Ένιωθα να κινούνται όλα από ένα αόρατο χέρι. Περίττευαν οι ερωτήσεις και οι απορίες.

Στη συνέχεια με οδήγησαν μαζί με κάποιους άλλους προσκυνητές στον πρόναο και μας έδειξαν τα ιερά λείψανα της Μονής. Τίμιο ξύλο και το δεξί χέρι του Αγίου Γεωργίου. Από μικρός θαύμαζα αυτούς τους αγίους πολεμιστές που σκότωναν εχθρούς και δράκους. Ξεχώριζαν απ’ τους άλλους σκελετωμένους αγίους, που ήταν συνήθως μεγάλης ηλικίας. Αυτοί ήταν ήρωες, δυνατοί και ρωμαλέοι. Πράγματι ένιωθα σαν ένα παιδί που μπαίνει στις σελίδες του παραμυθιού που διαβάζει και χάνεται σε μια χώρα μαγική. Μου άρεσε πολύ μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου εφίππου, με πολλές αποχρώσεις του κόκκινου χρώματος και πολλές λεπτομέρειες. Ξέφευγε απ’ την κλασική τεχνική των αγιογράφων και προσέγγιζε τη ζωγραφική της Αναγέννησης.

Η θάλασσα ακούγεται στο δωμάτιό μου δυνατά. Ένα ελαφρό αεράκι ριγά το πέλαγος και γίνεται ανάσα, στεναγμός κι αγκαλιά. Λείες οι πέτρες στην ακρογιαλιά και πολύχρωμες, μεγάλες σαν γλυπτά. Λίγη φαντασία χρειάζεται μονάχα. Βγήκα σ’ ένα στενό μπαλκόνι. Μόνος μου. Εγώ, ο ουρανός, η θάλασσα, ο αέρας, ο ήχος απ’ τα κύματα, κι ο άλλος, ο σιωπηλός ήχος απ’ τις προσευχές των μοναχών. Ένα κομμάτι, ένα τόσο δα μικρό κομμάτι της αιωνιότητας κι εγώ αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι απαραίτητος, μα τη βιώνω. Μια φώκια φάνηκε κοντά στην ακτή. Χάθηκε. Ξαναφάνηκε λίγο πιο δυτικά. Μπήκε στη γραμμή του ήλιου που βασιλεύει, έγινε κόκκινη κι αυτή. Σαν ένα μήνυμα, σαν μια ελπίδα. Η ζωή κι η μαγεία, το τώρα και το πάντα. Νιώθω πως όλα με κοιτούν. Χιλιάδες μάτια καρφωμένα πάνω μου περιμένουν. Μα εγώ δεν βιάζομαι πια. Αρχίζω να νιώθω το μυστήριο της ζωής, ν’ αναπνέω απ’ το μυστήριο της ζωής. Να ψάχνω τα μυστικά σημάδια που τόσα χρόνια δεν τα ‘βλεπα, τυφλός εν τη αγνοία μου. Και γεμίζει η ψυχή μου εικόνες και συναισθήματα. Οι σκέψεις παραταγμένες η μια δίπλα στην άλλη. Κι είναι όλες όμορφες, όπου κι αν κοιτώ, όλες βουτηγμένες στην κόκκινη γραμμή του ήλιου, που είναι λέω πιο ζεστή η θάλασσα εκεί απ’ τον ήλιο που σβήνει μέσα της.

Νύχτωσε πια. Τώρα ο ήχος των κυμάτων επιβάλλεται, γίνεται η ανάσα της νύχτας, αφομοιώνεται σιγά – σιγά. Θα με κρατάει απ’ το χέρι στα όνειρα, εκεί που θα ξαναγίνω παιδί και θ’ ακούσω και πάλι τη φωνή του σαν ηχώ της δικιάς μου φωνής, θα νιώσω τον αέρα της παρουσίας του, θα δω εκείνα τα βαθιά μάτια που μελαγχολικά κοιτούσαν κι έψαχναν από κάπου να πιαστούν. Και θα χαθώ μαζί του, όπως χανόμουν κάθε βράδυ αυτά τα χρόνια της απουσίας του, που το ‘νιωθα πως ζούσε, ένιωθα να φτερουγίζει η ψυχή μου, ήξερα πως ήταν καλά και περίμενα το δικό του κάλεσμα. Αν είχε χαθεί θα το ένιωθα σαν μαχαιριά στο στήθος μου, όπως τότε, εκείνο το βράδυ που δάκρυσα ξαφνικά και πόνεσα σαν να σκίστηκε κάτι μέσα μου κι ύστερα εκείνο το τρελό χτύπημα του τηλεφώνου κι η αλλόκοτη φωνή και λίγο μετά τον βρήκα στο διάδρομο του νοσοκομείου να κρατά σφιχτά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, να κλαίει και να σπαράζει, μέχρι που πήγα δίπλα του και τον αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη μήπως πάρω λίγο απ’ το δικό του πόνο και σφίχτηκε πάνω μου και ψιθύριζε μες τους λυγμούς του «Πες μου πως δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Δεν μπορεί να χάθηκαν κι οι δυο τους έτσι σε μια στιγμή…Ό,τι είχα, ό,τι έχτιζα τόσο καιρό, ολόκληρη η ευτυχία μου, τα αγαπημένα μου μάτια… Ποιος αποφασίζει για τη δική μας ζωή; Για τη δική μας ευτυχία;»

Συνεχίζεται...

Πηγή: Ντελής Βαγγέλης (Πρώτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, στην κατηγορία Νουβέλα, το 2012 (agioritikesmnimes.blogspot.gr) (www.ikarditsa.gr)

Γίνετε συμμέτοχοι στην προσπάθειά μας!

Αποστείλετε προτεινόμενο υλικό στο ptheoxaris@yahoo.gr προς ωφέλεια των ψυχών όλων μας!