Το πρώτο βασικό Μυστήριο, με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να εισέλθει στην Εκκλησία και ν’ αποκτήσει προσωπική συμμετοχή στην εν Χριστώ σωτηρία, είναι το Βάπτισμα. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος καθαρίζεται από την αμαρτία και ελευθερώνεται από την εξουσία του θανάτου. Και τα δυο αυτά, ο θάνατος κι η αμαρτία, έχουν αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ τους. Ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο δια της αμαρτίας, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί, κατά τον Παύλο, το «κέντρον» του θανάτου (Α’ Κορ. ιε’ 56).
Ελευθερία του ανθρώπου από το θάνατο δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν καταργηθεί η αιτία, δηλαδή η αμαρτία. Εφ’ όσον ο άνθρωπος βρίσκεται στην εξουσία της αμαρτίας, υπόκειται αναγκαστικά στο θάνατο. Διά του Βαπτίσματος όμως ο άνθρωπος συναποθνήσει με τον Χριστό και ανίσταται μαζί Του στη ζωή του καινούργιου αιώνα. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος συμβολίζει το θάνατο και τη ζωή, την ανάσταση. Ο θάνατος είναι η νέκρωση ως προς την αμαρτία και η ανάσταση είναι η κοινωνία της Ζωοποιού Χάριτος η οποία του προσφέρεται διά της «σφραγίδος» της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
Το Βάπτισμα λοιπόν απαλλάσσει τον άνθρωπο από την κληρονομική θνητότητα η οποία εισήλθε διά της αμαρτίας. Οι Πατέρες μας τονίζουν ότι διά του Βαπτίσματος καταργείται το κεντρί του θανάτου (Κύριλλος Ιεροσολύμων), ότι τούτο είναι η αιτία του ανακαινισμού και της αναγεννήσεως (Γρηγόριος Νύσσης), ενώ ο Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι το Βάπτισμα εισάγει τον άνθρωπο στην υπέρ νουν και αίσθηση ζωή του «καινού» αιώνος και τον κάνει μέτοχο της αφθαρσίας και της αναμαρτησίας. Η χάρις του Βαπτίσματος καθαρίζει και λαμπρύνει την μέσα στον άνθρωπο εικόνα του Θεού και ξαναδίδει σ’ αυτόν την ικανότητα να γίνει όμοιος με το Θεό διά της κατά χάριν θεώσεως, ικανότητα που είχε χάσει μετά την πτώση. Και η μεν δύναμη για να επανακτήσει το «κατ’ εικόνα» του δίδεται αμέσως μόλις βαπτισθεί· τη δε δύναμη για το «καθ’ όμοίωσιν» λαμβάνει σαν σπόρο, τον οποίο πρέπει να αυξήσει προβαίνοντας σε πνευματική ηλικία όχι μόνο με την ενέργεια της Χάριτος μόνης, αλλά και συνεργούντος του ιδίου του ανθρώπου στην κατά Χριστόν ζωή. Το Βάπτισμα, λοιπόν, είναι νέα γέννηση, σπουδαιότερη από την σωματική γέννηση· είναι «τελετή θεογενεσίας», κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Αφού δε «το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα εστί», κατά το λόγο του Κυρίου μας (Ιω. γ’ 6), τότε και ο βαπτιζόμενος γίνεται πνευματικός άνθρωπος.
Η θεία Χάρις την οποία παρέχει το Βάπτισμα, αν και είναι πλήρης αφ’ εαυτής, εν τούτοις μόνο με τη σύμπραξη της θελήσεως του πιστού καρποφορεί. Ο άνθρωπος μετά την πτώση του έχασε αυτή τη θεία δύναμη, που ήταν μέσα σ’ αυτόν μια δεύτερη ψυχή ή μάλλον η ψυχή της ψυχής. Αυτή ήταν που έκανε τον άνθρωπο να είναι ομοίωμα του Θεού και να έχει υπερφυσικές δυνάμεις και ικανότητες. Ο αγιασμός, που τόσο έντονα τον βλέπουμε στη ζωή των αγίων Πατέρων μας, είναι ακριβώς η επανάκτηση της Χάριτος αυτής που είχε πριν από την πτώση ο άνθρωπος, γι’ αυτό βλέπουμε τους αγίους να προφητεύουν, να θαυματουργούν και γενικά να βρίσκονται υπεράνω της φύσεως. Η παρούσα κατάσταση της Χάριτος που ενοικεί και ενεργεί μέσα στις ψυχές των πιστών είναι προοίμιο της μελλοντικής τελείωσής μας, δηλ. της θέωσης, στην οποία πληρούται ο σκοπός και της πρώτης δημιουργίας και της δευτέρας (της εν Χριστώ αναδημιουργίας δηλαδή).
Η παρούσα κατάσταση του αγιασμού, που παρέχουν τα θεία Μυστήρια είναι η πρώτη ανάσταση, η ανάσταση της ψυχής που προηγείται της ανάστασης του σώματος, διότι η ανάσταση του σώματος θα γίνει στο μέλλον εδώ μόνο διά της πίστεως την αισθανόμεθα. Αυτό εννοούσε κι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όταν έλεγε: «Νυν τέκνα Θεού έσμεν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα» (Α’ Ιω. γ’ 2). Διά της σφραγίδος της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, έχουμε ήδη την υιοθεσία· αλλά τόσο μόνο· δεν φανερώνει τι «εσόμεθα», τι θα γίνουμε. Όταν όμως στο μέλλον ο Χριστός φανερωθεί, τότε, «όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστι».
Με τη δύναμη της Χάριτος, την οποίαν ο Παύλος ονομάζει και «πανοπλίαν», μπορεί ο άνθρωπος να συγκρίνει ορθά και να ελέγξει το κακό και να εκλέξει το καλό. Μπορεί τώρα να αντιπαραταχθεί προς «τας αρχάς και τας εξουσίας, τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παύλος (Εφεσ. στ’ 12). Τη δύναμη αυτή της Χάριτος την ονομάζει πάλι «τα όπλα ημών», τα οποία, όπως διευκρινίζει, είναι «όχι σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β’ Κορ. ι’ 4). Γι’ αυτή τη δύναμη ακριβώς μιλούσε και ο Χριστός, όταν έλεγε στους μαθητές Του: «Ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μη αδικήση (Λουκ. ι’ 19).
Χωρίς την Χάρη, με μόνο τον «νουν της σαρκός αυτού» (Κολ. β’ 18), ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να διακρίνει, ούτε να προτιμήσει, ούτε να επιτελέσει το καλό, όπως το εννοεί κι όπως το θέλει ο Θεός. Κι αν το κάνει, δεν θα είναι καλώς καμωμένο, αλλά θα είναι σύμφωνα με την εμπαθή και πονηρή γνώμη του γεμάτου πάθη πεπτωκότος ανθρώπου.
Όπως προαναφέραμε, η δύναμη αυτή της θείας Χάριτος μένει ανενέργητη αν δεν θελήσει κι’ αν δεν συνεργήσει και ο άνθρωπος. Ο κίνδυνος της «εκπτώσεώς» του ένεκα της ραθυμίας υφίσταται πάντοτε, εάν δεν επανέλθει στην φύλαξη της πρώτης εντολής του «εργάζεσθαι και φυλάττειν» (Γεν. β’ 15). Το φόβο αυτό της εκπτώσεώς από τη Χάρη συναντούμε έντονο στη ζωή των αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι εβίωσαν την παρούσα ζωή κατεργαζόμενοι τη σωτηρία τους «μετά φόβου και τρόμου» (Φιλιπ. β’ 12), έχοντας πλήρη συνείδηση της έμφυτης στον «παλαιόν άνθρωπον» ραθυμίας και φιλαυτίας.
Η αγιαστική χάρη την οποίαν παρέχει το Βάπτισμα δεν αφορά μόνο το ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά ολόκληρο το ψυχοσωματικό είναι του. Ο βαπτιζόμενος ομολογείται Υιός του Θεού, αναγεννάται στο όνομα της μακαρίας Τριάδος, και προσβλέπει στη μελλοντική θέωση κατά την «παλιγγενεσίαν», οπότε θα εκπληρωθούν όλες οι επαγγελίες του Θεού. Όπως το νήπιο που έχει από τους γονείς του τη φυσική δύναμη να γίνει άνδρας και την κληρονομική εξουσία πάνω στην πατρική περιουσία, την οποίαν όμως εξουσία δεν μπορεί να ενασκήσει αν δεν ενηλικιωθεί, κατά παρόμοιο τρόπο και η Χάρις του αγίου Βαπτίσματος παρέχει στον άνθρωπο τον αρραβώνα του Πνεύματος και της θείας υιοθεσίας ήδη από την κολυμβήθρα· την ολοκλήρωση όμως της επαγγελίας θα λάβει στο μέλλον, μετά την ανάσταση των νεκρών. Η περίοδος της ζωής μας εδώ στη γη πρέπει να είναι πνευματική αύξηση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. δ’ 13), όπου συναντάται να συνεργάζεται η θεία Χάρις πλήρως με τη δική μας πρόθεση και θέληση.
Η υπακοή και υποταγή του ανθρώπου στο θείο θέλημα κάνει ώστε η ενοικούσα Χάρις του Πνεύματος να παραμείνει ενεργής σ’ όλο το ψυχοσωματικό είναι του, ώστε να μη πλανηθεί από την απάτη της αμαρτίας. Εάν παραμείνει ο άνθρωπος σ’ αυτή την κατάσταση, τότε η θεία Χάρις προχωρεί στην κάθαρση του εσωτερικού του κόσμου: πρώτα καθαρίζεται και φωτίζεται ο νους και μετά η καρδία, οπότε η ψυχή φωτίζεται και αρχίζει να πληροφορείται την πνευματική της κατάσταση και να αισθάνεται τις αξίες της μέλλουσας ζωής.
Το πιο ζωντανό παράδειγμα για τον πιστό, πρέπει να είναι η ζωή του Χριστού που είναι και το αληθινό πρότυπο, γιατί μόνον εκεί βρίσκουμε την ακριβή και πλήρη συνάντηση του κτιστού ανθρώπου και της θείας Χάριτος. Οι θεοφόροι Πατέρες επιμένουν ότι πρέπει να ελέγχουμε και να εξετάζουμε το βαθμό της πνευματικής προκοπής μας, γιατί η θεία Χάρις που αντλούμε από τα ιερά Μυστήρια δεν είναι αφηρημένες υποσχέσεις ή σύμβολα. Είναι η ζωντανή παρουσία του Χριστού, τον οποίον ενδυθήκαμε στο Βάπτισμα: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. γ’ 27). Με το Βάπτισμα Του ενδυόμεθα, με τη θεία Μετάληψη Τον λαμβάνουμε μέσα μας, ώστε και μέσα μας και έξω μας να είμαστε Χριστοφόροι και Πνευματοφόροι. Εάν, αντίθετα, ζητούμε να δουλεύσουμε «δυσί κυρίοις» ή μάλλον να ανήκουμε στον πονηρό, τότε η Χάρις θα μας εγκαταλείψει, ο δε Χριστός θα πει και πάλι με παράπονο ότι, «ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», γιατί έσωθεν είμαστε γεμάτοι φωλεάς πετεινών και αλωπέκων!
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, "Λόγοι Παρακλήσεως - Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15". Εκδ.: Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου (agioritikesmnimes.blogspot.gr)