Η
πέμπτη βαθμίς είναι η νοερά μάχη με τους κακούς λογισμούς, από την
οποία εξαρτώνται και οι άλλοι βαθμοί της αμαρτίας. Η ψυχή μετά την
συγκατάθεσί της, αρχίζει να ανησυχή και αποφασίζει να αγωνισθή με την
παρουσία των καλών λογισμών και προπαντός με την νοερά προς τον Κύριο
προσευχή.
Η
έκτη βαθμίς της αμαρτίας είναι η συγκατάθεσις που δεν αρκείται πλέον
στην συνομιλία με τον λογισμό, αλλά, λόγο φιλαυτίας και εμπάθειας,
ενδίδει σ’ αυτόν και ο άνθρωπος τον δέχεται πλέον στον νου του, για να
τον πράξη.
Η
έβδομη βαθμίς είναι η με τον νου αμαρτία, όπως μας λέγει ο Θείος
Μάξιμος: «Όταν ο άνθρωπος συγκατατεθή νοερά να δεχθή την κακή σκέψι,
πιέζεται από τον εχθρό να εντυπώση, αυτήν στον νου του τόσο δυνατά, ωσάν
να την είχε κάνει και με το έργο». Όταν φθάση ο άνθρωπος σ’ αυτή την
κατάστασι, τότε η αμαρτία με τις φαντασίες και κακές παραστάσεις, πατεί
σχεδόν στο έδαφος της αναισθησίας και βαδίζει για την προσβολή των
σωματικών αισθήσεων, όπως μας φανερώνη ο ίδιος θείος πατήρ, λέγοντας:
«Όπως το σώμα έχει ως κόσμημα τα έργα, έτσι και ο νους έχει τις ιδέες.
Και όπως το σώμα πορνεύη με το σώμα της γυναικός, έτσι και ο νους
πορνεύει με την ιδέα της γυναικός, δηλ. με την μορφή του προσώπου της».
Γι’ αυτό ο ίδιος άγιος Μάξιμος μας συμβουλεύει τα έξης: «Μη δέχεσαι τις
κακές ιδέες για να μη αναγκάζεσαι να υποχωρής στο κακό και στα έργα
αυτού. Διότι, όταν κάποιος δεν αμαρτάνη με τον νου, ούτε με το έργο δεν
θα αμαρτήση».
Επίσης
πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος είναι δυσκολώτερος απ’ αυτόν που
γίνεται με όπλα και άλλα μέσα ανθρώπινα. Ο κίνδυνος της πτώσεως με τον
νου μας προσβάλλει ευκόλως και σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο. Εάν,
κάποιος, επί παραδείγματι, θελήση να αμαρτήση με τα έργα της πορνείας,
πρέπει να τον διευκολύνουν τρεις παράγοντες, οι έξης: ο κατάλληλος
τόπος, ο κατάλληλος χρόνος και το όργανο της αμαρτίας, δηλ. το σώμα με
το όποιο θέλει να αμαρτήση.
Ενώ
στην νοερά αμαρτία κανένας απ’ αυτούς τους παράγοντες δεν χρειάζεται
προκειμένου να αμαρτήση, διότι με τον νου μπορούμε να αμαρτάνουμε σε
οποιονδήποτε τόπο και χρόνο και όταν ακόμη δεν έχουμε μπροστά μας το
προκλητικό της αμαρτίας όργανο με το όποιο θέλουμε να αμαρτήσουμε. Αλλά,
όπως φαίνεται, ευκολώτερη και πλέον επιρρεπής είναι η αμαρτία με τον
νου μας, διότι την κάνουμε οπουδήποτε ευρισκόμεθα.
Η
ογδόη βαθμίς της αμαρτίας είναι η επιτέλεσίς της με το έργο. Όταν
κάποιος δεν αγωνισθή, το κατά δύναμι, στις προηγούμενες φάσεις της
αμαρτίας και επιτρέψη σ’ αυτήν να τον αιχμαλώτιση νοερά, τότε οδηγείται
σταθερά στην εκτέλεσι της αμαρτίας και τελειώνει το έργο ψυχή τε και
σώματι. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο με την αμαρτία της οποιαδήποτε ακολάστου
πράξεως, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη, όπως της γαστριμαργίας, της
φιλαργυρίας, του φόνου, της μέθης, της κλοπής και άλλων.
Η
εννάτη βαθμίς είναι η εξοικείωσις με την αμαρτία. Ένας έμπειρος
Πνευματικός μπορεί να εύρη εύκολα, κατά την ώρα της εξομολογήσεως από το
στόμα δηλ. του εξομολογουμένου, σε ποιά βαθμίδα της αμαρτίας εκείνος
ευρίσκεται. Διότι, εάν, επί παραδείγματι, αυτός τον ερωτήση: «Αδελφέ,
γιατί κάνεις το τάδε και το τάδε αμάρτημα; Εκείνος σίγουρα θα του
απαντήση: «Πάτερ, μου έγινε συνήθεια και αυτό» (είτε γίνεται λόγος περί
πορνείας, κλοπής, ψευδορκίας και άλλης αμαρτίας). Στην περίπτωσι αυτή
μόνος του δείχνει το στάδιο της αμαρτίας στο όποιο ευρίσκεται.
Η
δεκάτη βαθμίς της αμαρτίας είναι η δημιουργία του πάθους λόγω της
μεγάλης συνήθειας. Εδώ, σ’ αυτή την βαθμίδα μπορεί ο κάθε Πνευματικός να
γνωρίση από την εξομολόγησι του χριστιανού σε ποιά αμαρτωλή κατάστασι
ευρίσκεται, διότι, εάν τον ερωτήση: «Αδελφέ, γιατί δεν εγκαταλείπης αυτή
την αμαρτία; Γιατί π.χ. δεν αφήνης την μέθη, το κάπνισμα η οποιοδήποτε
άλλο;» Και εκείνος άπαντα: «Δεν μπορώ, πάτερ, διότι με κυρίευσε αυτό το
πάθος, δώστε μου μία συμβουλή για να απαλλαγώ από το τάδε ή τάδε
αμαρτωλό πάθος». Τότε ο Πνευματικός, μαθαίνοντας ότι αυτός είναι στην
πλέον επικίνδυνη και δύσκολη βαθμίδα, πρέπει να επιστρατεύση όλη του την
πνευματική τέχνη και επιμέλεια, για να τον απαγκιστρώση από τα δεσμά
της αμαρτίας, πράγμα που είναι βεβαίως δυσκολοκατόρθωτο, επειδή η
συνήθεια γίνεται σ’ αυτόν δευτέρα φύσις και αναγκάζει τον άνθρωπο να
αμαρτάνη είτε το θέλει είτε δεν το θέλει.
Διότι,
εφ’ όσον είναι αιχμάλωτος της αμαρτίας και της συνήθειας στο κακό,
συγχρόνως είναι και δούλος του διαβόλου. Γι’ αυτό λέγει ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστίν, ότι απ’ αρχής ο
διάβολος αμαρτάνει» (Α' Ιωάν. 3,8) και άραγε δείχνει με την υποταγή του
στην αμαρτία ότι είναι του διαβόλου. Για την δικαία κατάστασι της
θλίψεως και τιμωρίας ενός τέτοιου ανθρώπου, η Αγία Γραφή, αναφερομένη σ’
αυτή την φάσι λέγει: «Ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας»
(Ιωάν. 8,34).
Η
ενδεκάτη βαθμίς της αμαρτίας είναι η απελπισία, η οποία είναι και η
χειρότερη από όλες, διότι οδηγεί τον άνθρωπο στον παρόντα και αιώνιο
θάνατο. Όταν ο διάβολος υποδούλωση τον άνθρωπο με την αμαρτία μέχρι του
βαθμού της συνήθειας, τότε του λέγει στο αυτί: «Βλέπεις, ότι συνήθισες
πλέον αυτή την αμαρτία, από την οποία δεν μπορείς να λυτρωθής, διότι
θέλοντας και μη την επιτελείς; Οπότε, μη σκέπτεσαι να μετανοήσης και
επιστρέψης στον Θεό, διότι από εδώ και στο εξής δεν μπορείς να απαλλαγής
απ’ αυτήν, την οποία αγάπησες από την παιδική η νεανική σου ηλικία η
επί τόσα χρόνια». Συνεπώς συμβουλεύει τον άνθρωπο να αμαρτάνη πάντοτε,
λέγοντας του: «Έτσι και αλλιώς μέχρι τώρα όλα τα έχασες, γι’ αυτό όσο
ευρίσκεσαι στην ζωή αυτή, κύτταξε να άπολαύσης την αμαρτία, την οποία
εσυνήθισες και από την οποία, όπως βλέπης, δεν μπορείς να σωθής». Έτσι
λοιπόν, με την ρομφαία της απελπισίας τον αποκόπτει από την ελπίδα της
σωτηρίας της ψυχής του. Και εάν είναι ο άνθρωπος μορφωμένος, τον
διδάσκει ο πονηρός να αναβάλλη την επιστροφή του στον Θεό και την
εγκατάλειψι της αμαρτίας, λέγοντας του: «Μήν αφήνης την αμαρτία τώρα,
διότι έχεις ακόμη καιρό». Αλλά και αυτή η συμβουλή του διαβόλου
αποσκοπεί για να στερεώση τον άνθρωπο, όσο γίνεται περισσότερο, στην
θανατηφόρο συνήθεια της αμαρτίας, επειδή γνωρίζει ο πονηρός εχθρός μας,
ότι αυτοί που δεν εγκαταλείπουν σήμερα την αμαρτία, αργότερα είναι ακόμη
δυσκολώτερο να την εγκαταλείψουν.
Όπως
λέγουν και οι Άγιοι Πατέρες, η αμαρτία ομοιάζει με ένα καρφί που το
καρφώνει κάποιος σε ένα σκληρό ξύλο. Εάν το εκτύπησε ελαφρά, μπορεί
εύκολα να το βγάλη, ενώ εάν το εκτύπησε δυνατά, με πολλή δυσκολία με
μπορέση να το βγάλη. Συνεπώς, κανείς ας μη εξαπατάται διότι, εάν δεν
εγκαταλείψη σήμερα την αμαρτία στην οποία αιχμαλωτίζεται, αργότερα δεν
θα μπορέση να την αποβάλη.
Όσο
παλαιώνει η αμαρτία μέσα μας, τόσο δυσκολώτερα στο μέλλον μπορούμε να
την εκριζώσουμε. Και όσο περισσότερες φορές κάνει ο άνθρωπος την
αμαρτία, τόσο και ο διάβολος τον πολεμά με αυτήν για να τον ρίξη στην
απελπισία, από την οποία δεν μπορεί πλέον να επιστρέψη στον Θεό.
Εάν
δεν προλάβη να εξομολογηθή στον Πνευματικό, οδηγείται κατ’ ευθείαν,
χωρίς χρονοτριβή στην δωδεκάτη βαθμίδα της αμαρτίας που είναι η
αυτοκτονία, ο φοβερώτερος σωματικός και πνευματικός θάνατος, όπως του
προδότου Ιούδα.
Αφού
έκανε την προδοσία του Σωτήρος μας ο Ιούδας, αντί να επιστρέψη με
βαθειά μετάνοια και να κλαύση με στεναγμούς, όπως ο Απόστολος Πέτρος,
απελπίσθηκε τελείως, έριξε τα αργύρια στον ναό και κρεμάσθηκε.
Λοιπόν,
πατέρες και αδελφοί, εμνημονεύσαμε σ’ αυτό τον λόγο μας εν συντομία για
τις 12 βαθμίδες της αμαρτίας. Πριν ομιλήσουμε γι’ αυτές, παρουσιάσαμε
μερικές μαρτυρίες από την Γραφή και τους Πατέρας για τον φόβο του Θεού
και την νοερά νήψι διότι όποιος έχει τον φόβο του Θεού και αγρυπνεί στην
πρώτη εμφάνιση του πονηρού λογισμού, οπλίζεται με την αγία προσευχή και
λυτρώνεται με μεγάλη ευκολία από την δουλεία της αμαρτίας. Όποιος δεν
θέλει να γρηγορή και εξουδενώνη ενωρίς την αμαρτία, ενώ ακόμη είναι σαν
το μυρμήγκι, με φθάση, όπως είπα και στην αρχή, να πολεμά με λέοντα, από
τον όποιο είναι πιο δύσκολο να λυτρωθή κανείς.
Εν
κατακλείδι αυτού του λόγου μου σάς λέγω ακόμη: Μακαρία είναι εκείνη η
ψυχή η οποία φοβείται τον Θεό και σε κάθε καιρό και τόπο φυλάγει τον νου
και την καρδιά της από τους αμαρτωλούς λογισμούς με την βοήθεια της
ιεράς προσευχής και του μίσους κατά της αμαρτίας.
Και
πάλι, μακάριος να είναι ο Πνευματικός εκείνος πατήρ, που εργάζεται την
σωτηρία των ψυχών και κατορθώνει να αντιλαμβάνεται στο μυστήριο της
εξομολογήσεως σε ποιό στάδιο της αμαρτίας ευρίσκεται ο εξομολογούμενος,
ώστε κατόπιν με όλη την πείρα και πνευματική τέχνη του να τον επαναφέρη
στον δρόμο του Θεού.
Ας
μη ξεχνάμε ότι οι χειρότερες μορφές της αμαρτίας που θέλουν μεγάλη
προσοχή είναι τρεις: Η συνήθεια της αμαρτίας, η αιχμαλωσία και η
απελπισία, η οποία πλησιάζει τα όρια της τελείας εγκαταλείψεως και από
όπου ο άνθρωπος πίπτει στα βάθη της κολάσεως με την αυτοκτονία, πέραν
από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία.
Είθε
όλοι μας να λυτρωθούμε από τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις με το έλεος
του Παναγάθου Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού, με τις πρεσβείες της Μητρός
Αυτού Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων Του. Αμήν.
Πηγή: Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ - «Πνευματικοί Λόγοι». Εκδ.: Ορθόδοξη Κυψέλη» (agioritikovima.gr)