Σήμερα εἶναι ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Πάντων. Ἡ Ἐκκλησία τήν περιορίζει σάν ἑορτή τῶν ἁγίων μαρτύρων. Δηλαδή δέν γιορτάζομε ὅλους τούς ἁγίους σήμερα. Μόνο τούς ἁγίους μάρτυρες. Βέβαια δέν παραμερίζονται οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι!
Ἀλλά γιά τούς ἁγίους μάρτυρες, ἐπισημαίνομε δύο πράγματα.
Λέει τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς: «Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τούς θεοφόρους μάρτυρας».
Οἱ ἅγιοι μάρτυρες εἶναι προσφορά τῆς οἰκουμένης, δῶρο, εὐχαριστία πρός τόν Θεό, γιά τίς μεγάλες του δωρεές, γιά τήν καλωσύνη του, τήν ἀγάπη του, γιά τήν φιλανθρωπία του πρός στούς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ὅπως τό λέει τό τροπάριο, εἶναι σάν νά τούς προσφέραμε ἐμεῖς στό Θεό. Ἀλλά τί κάναμε ἐμεῖς γιά νά φτάσουν σέ τόση μεγαλωσύνη ὁ ἅγιος Γεώργιος καί ὁ ἅγιος Δημήτριος; Τίποτε. Ἐμεῖς τίποτε δέν κάναμε. Ἀλλά εἶναι προσφορά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Ἀπό πότε; Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι τήν δευτέρα Παρουσία. Καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία σάν καλύτερα δῶρα της στόν Χριστό, γιά ἔνδειξη εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης, δίνει τούς ἁγίους μάρτυρες. Τά ἐκλεκτότερα παιδιά της.
Γιατί ὅμως εἶναι οἱ ἅγιοι μάρτυρες τά ἐκλεκτότερα δῶρα μας; Συνεπῶς οἱ ὀμορφότεροι κατά Θεόν ἄνθρωποι τοῦ κόσμου;
Ἕνα ἄλλο τροπάριο λέει: «Μαρτύρων θεῖος χορός τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀσφάλεια τοῦ Εὐαγγελίου ἡ τελείωσις». Εἶναι σάν νά λέμε: οἱ ἅγιοι μάρτυρες εἶναι φρουροί τῆς Ἐκκλησίας· ἀσφάλειά της. Τήν κάνουν νά μήν κινδυνεύει.
Καί «τοῦ Εὐαγγελίου τελείωσις». Ποιό εἶναι τό Εὐαγγέλιο;
Ἡ περίληψη τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι: «Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό του τόν μονογενή νά γίνει θυσία. Ὥστε κάθε ἄνθρωπος πού θά πιστεύει εἰς αὐτόν νά μήν κινδυνεύει νά χαθεῖ» (Ἰω. 3, 16).
Συνεπῶς ἄν ἐγώ πιστεύω στόν Χριστό δέν κινδυνεύω νά χαθῶ. Μερικές φορές ὅμως ἐγώ, ἐσεῖς, ὁ καθένας, ἔχομε τό δικαίωμα, νά διερωτώμαστε γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἄλλους. Αὐτή ἡ πίστη πού ἔχει ἐκεῖνος καί αὐτή πού ἔχω ἐγώ, εἶναι πίστη στόν Χριστό;
Ἀπόδειξη ἀληθινῆς πίστης στόν Χριστό
Τί σημαίνει πίστη στόν Χριστό;
Πίστη στόν Χριστό εἶναι ἡ «τελείωσις τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου». Ὅλα τά ἄλλα εἶναι μικρά. Καί ἡ πίστη στόν Χριστό φαίνεται, ὅταν δέν τήν ἀφήνομε νά μᾶς φύγει, οὔτε στίς δυσκολίες. Ἐμεῖς γιά παράδειγμα, ἄν μᾶς πάει στραβά μιά μέρα ξεχνᾶμε καί τόν Θεό καί τήν Παναγία καί τόν Χριστό καί καμιά φορά πεισμώνουμε καί δέν θέλομε νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία. Καί λέμε: «Τί κάθεσαι καί νηστεύεις;» «Τί κέρδισες μέ τό νά συγχωρεῖς καί νά ἀγαπᾶς; Γροθιά στό στομάχι χρειάζεται, πού νά τόν κάνεις νά σέ θυμᾶται γιά ὅλη του τή ζωή». Ἤ κάτι ἄλλα ἀνθρώπινα λόγια γεμάτα πάθος, ἐκδίκηση, κακία.
Ἕνας πειρασμός σοῦ ἔτυχε καί νά, ξέχασες τόν Χριστό, ξέχασες τόν νόμο του, ἔχασες τόν κόπο τόσων χρόνων πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ πειρασμός σέ πάει ὅπου θέλει.
Καί οἱ ἅγιοι εἶχαν πειρασμούς. Πολλοί ἔκαναν θαύματα μεγάλα. Ἀλλά μερικοί ἐνῶ ἔκαναν θαύματα κατά τό διάστημα τῆς ζωῆς τους, στό τέλος τά χαλάσανε. Ὑπάρχουν τέτοιες ἱστορίες στούς βίους τῶν ἁγίων.
Γνωστή ἡ ἱστορία τοῦ ἱερέα Σαπρικίου καί τοῦ Νικηφόρου.
Ἔζησαν στήν ἐποχή τῶν διωγμῶν. Ἦταν φίλοι καί τσακώθηκαν. Κάποια μέρα οἱ διῶκτες συνέλαβαν τόν Σαπρίκιο, τόν βασάνισαν πολύ γιά νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, μά αὐτός ἔμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη. Ὁ Νικηφόρος τόν βρῆκε φυλακισμένο γιά τόν Χριστό καί τοῦ ζήτησε μέ δάκρυα συγγνώμην. Μά ὁ ἱερέας ἦταν τόσο παθιασμένος ἀπό τό μίσος, πού ἀρνήθηκε νά τόν συγχωρήσει. Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή. Στήν ἑπόμενη ἀνάκριση ὁ πρώην ἀτρόμητος ὁμολογητής ἀρνήθηκε μέ τήν πρώτη τόν Χριστό. Ἔγινε εἰδωλολάτρης.
Ὑπάρχουν καί ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό ἐνῶ πρίν εἶχαν κάνει καί θαύματα. Γι' αὐτό λέει τό τροπάριο ὅτι οἱ μάρτυρες εἶναι «τοῦ Εὐαγγελίου ἡ τελείωσις». Δηλαδή ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, πού ὅ,τι καί νά γίνει δέν παύει νά λέει: «Ἐγώ πιστεύω στόν Χριστό».
Πότε αὐτά τά λόγια εἶναι ἀληθινά εἶναι ὁλοφάνερο. Ὅταν κάποιον τόν σκοτώνουν γιά τόν Χριστό καί οὔτε τότε τόν ἀρνεῖται. Ἔτσι ἦταν οἱ μάρτυρες. Καί αὐτή ἡ ὁμολογία τῶν μαρτύρων ἦταν ἡ ἐκδήλωση μεγαλύτερης πίστης καί ἀγάπης στόν Χριστό.
Ἐμεῖς, δέν κινδυνεύουμε νά μᾶς σφάξουν γιά τό Χριστό. Δέν μᾶς βάζουν μαχαίρι στό λαιμό καί δοῦν ἄν πιστεύομε στόν Χριστό ἤ ὄχι. Ἀλλά κινδυνεύομε νά ἀρνηθοῦμε τόν Χριστό ἀλλιῶς. Πῶς ἀλλιῶς;
Λένε κάποιοι:
-Ἔλα τώρα. Ἄσε τούς παπᾶδες καί τήν Ἐκκλησία. Κάνε τή ζωή σου. Τράβα τόν δρόμο σου.
Ὅποιος αὐτά τά ἀκούει καί κλονίζεται ἡ πίστη του, τί εἶναι σέ σύγκριση μέ τούς ἁγίους μάρτυρες;
Δέν ἔχει οὔτε ἕνα κουκουτσάκι ἀπό τήν πίστη τους.
Ἐκεῖνοι εἶχαν τέτοια πίστη, ὥστε νά θυσιάσουν ὁλόκληρη τή ζωή τους γιά τόν Χριστό. Αὐτό ἦταν τό μεγάλο ἔργο τους.
Ἀλλά ἀξίζει νά θυσιάζει κανείς τή ζωή του γιά τόν Χριστό;
Ἀφοῦ ἐκεῖνος θυσίασε τήν δική του ζωή γιά μᾶς, γιά νά σωθοῦμε, πολύ περισσότερο ἀξίζει καί ἐμεῖς νά θυσιάζομε λίγα ἤ περισσότερα γιά νά δείχνομε τήν πίστη μας στόν Χριστό. Μᾶς λέει ὁ Χριστός: Ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας εἶναι νά ἔχετε πίστη σέ μένα, νά πιστεύετε ὅτι ἦλθα στόν κόσμο γιά νά τόν σώσω.
Αὐτό εἶναι τό προζύμι πού κάνει ὁλόκληρη τή ζωή μας ψωμί, τοῦ Χριστοῦ ψωμί. Καί γίνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, εὐάρεστη στόν Χριστό. Χωρίς πίστη στόν Χριστό κανείς δέν κάνει καλά ἔργα. Οὔτε Τόν ἀγαπάει, οὔτε θυσιάζει κάτι γι' αὐτόν, οὔτε τούς ἀνθρώπους ἀγαπάει, οὔτε νά συγχωρήσει μπορεῖ, οὔτε προσευχή νά κάνει, οὔτε νηστεία, οὔτε τίποτε.
Ἀναίμακτοι μάρτυρες
Ἄς ἔλθομε στόν ἅγιο Ἀντώνιο. Τί λέει γι' αὐτόν ἡ Ἐκκλησία; Ἦταν μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ! Γιατί; Ἀφοῦ δέν μαρτύρησε.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀπό 18 χρονῶν παιδί πῆγε στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου. Καί τί ἔκανε ἐκεῖ; Καλοπερνοῦσε! Ξέρετε πῶς καλοπερνοῦσε; Γαϊδουράγκαθα ἔτρωγε. Ἡ ἔρημος τῆς Αἰγύπτου, ἀγκάθια βγάζει καί κάτι χορτάρια πού δέν τά τρῶνε οὔτε τά γαϊδούρια. Καί ἔζησε στήν κάψα τῆς ἐρήμου ὅλη του τή ζωή.
Ἐρώτημα: Σάν πόσες φορές ἦταν μάρτυρας αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Κάθε μέρα μαρτυροῦσε. Γι' αὐτό, καί αὐτός καί μερικοί ἄλλοι ἔγιναν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Μία ζωή ὁλόκληρη ἔλεγαν ὅτι τίποτε δέν ἀξίζει μπροστά στήν πίστη στόν Χριστό. Καί τίποτε δέν ἰσοφαρίζει τήν χαρά πού δίνει ὁ Χριστός καί τήν χαρά πού θά μᾶς δώσει στή Βασιλεία του.
Δεύτερο παράδειγμα. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἦταν ἄρχοντας ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Σπούδασε στήν Ἀθήνα, στήν Ἀντιόχεια καί σέ ἄλλα μέρη. Σοφός ἄνθρωπος. Τά ἄφησε ὅλα καί ἔγινε παπᾶς. Ἔγινε καί δεσπότης στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πέρασε τά 4/5 τῆς ζωῆς του ὡς ἀρχιερέας, ἀπό σαράντα μέχρι σαρανταεννιά. Τόν περισσότερο καιρό ἦταν ἄρρωστος στό κρεβάτι. Λίγες μέρες ἦταν γερός καί περπατοῦσε. Πέθανε πρίν τά πενήντα ἀπό τίς πολλές ἀρρώστιες καί τήν κακοπάθεια. Ἔκανε τοῦ κόσμου τά καλά. Νήστευε, ἀγαποῦσε, προσευχόταν. Στόν ἀγώνα γιά τήν πίστη, δέν ὑποχώρησε ποτέ σέ τίποτε.
Κάποια φορά μία ὁμάδα αἱρετικοί πού εἶχαν τήν εὔνοια τοῦ βασιλιά, πῆραν ἀπό τούς ὀρθοδόξους τίς Ἐκκλησίες. «Δικές μας οἱ Ἐκκλησίες. Σφραγίδα καί ὑπογραφή τοῦ βασιλιά». Τούς πετάξανε ἔξω τούς Ὀρθοδόξους.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος τούς εἶπε:
-Ὁ βασιλιάς καί σεῖς παραλογίζεστε. Οἱ Ἐκκλησίες δέν εἶναι τῶν ἀνθρώπων νά βάζουν τήν σφραγίδα τους ὅπου θέλουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἄν θέλετε νά δοῦμε ποιόν θέλει ὁ Χριστός, ὄχι ποιόν θέλει κάποιος ἄνθρωπος, σφραγεῖστε τήν Ἐκκλησία. Θά προσευχηθοῦμε ἀπ' ἔξω καί ἅμα ἀνοίξει ὁ Χριστός τήν πόρτα της σέ σᾶς θά τήν πάρετε ἐσεῖς. Ἅμα τήν ἀνοίξει σέ μᾶς, θά εἶναι δική μας.
Προσευχήθηκαν οἱ αἱρετικοί, μά οὔτε οἱ πόρτες οὔτε οἱ σφραγίδες κουνήθηκαν.
Πῆγε ἔπειτα ὁ ἅγιος Βασίλειος, στάθηκε μπροστά στήν πόρτα καί ἔκανε πάνω της ἕνα σταυρό μέ τό χέρι του. Καί εἶπε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως ἡ πόρτα τῆς Ἐκκλησίας ἄνοιξε. Ἦταν δεκαεννιά Ἰανουαρίου. Ἔτσι ἔδειξε ὁ Θεός, ὅτι θέλει τούς ὀρθοδόξους μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὄχι τούς αἱρετικούς, τούς Ἀρειανούς.
Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἔτσι ἔζησε, ἔτσι πέθανε μέ μιά ὁλόψυχη ἀφοσίωση. Ρωτᾶμε τώρα. Ἦταν καί αὐτός μάρτυρας;
Ὅλη του τή ζωή τόν Χριστό μαρτυροῦσε, γιά τόν Χριστό μίλαγε· μέ ὅλη του τήν καρδιά.
Μά ἄν τύχαιναν βασανιστήρια θά τά ὑπέμενε;
Μιά φορά τόν ἀπείλησε ὁ τότε βασιλιάς πού ἦταν αἱρετικός: «θά σέ βασανίσω, θά σέ σκοτώσω».
Εἶπε ὁ ἅγιος:
-Τί μέ ἀπειλεῖς; Νά μοῦ πάρεις κάτι, δέν φοβοῦμαι. Δέν ἔχω πιά τίποτε. Τά σκόρπισα ὅλα. Νά μέ βασανίσεις, δέν ἀντέχω. Μέ τό πρῶτο θά τελειώσω τή ζωή μου. Νά μέ σκοτώσεις; Χαρά μοῦ κάνεις. Θά φύγω ἀπό αὐτή τήν παλιοζωή, γιά νά πάω στήν αἰώνια ζωή κοντά στόν Χριστό. Ὅτι θέλεις κάνε.
Καί ὁ ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλιά πού τόν ἀπειλοῦσε ἐξ’ ὀνόματός του εἶπε: «Μπορεῖς νά τά βάλεις μέ τέτοιους ἀνθρώπους; Οὔτε νά τούς ἀπειλήσεις δέν μπορεῖς».
Τά μάζεψε καί ἔφυγε. Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Βασίλειος.
Τά δικά μας μέτρα
Τώρα νά ρθοῦμε καί στά δικά μας μέτρα, στό τί μποροῦμε νά κάνομε ἐμεῖς. Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου:
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἦταν γεμάτος καλωσύνη. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔλεγαν: «Δέν χορταίνομε νά σέ βλέπομε. Δέν θέλομε νά μᾶς πεῖς τίποτε. Μόνο νά σέ βλέπομε θέλομε. Τήν καλωσύνη καί τήν εἰρήνη πού βγάζει τό πρόσωπό σου. Μᾶς ἀρκεῖ γιά νά καταλάβομε τί σημαίνει πίστη στόν Χριστό».
Ἀλλά κάποια φορά ἐνόχλησε τόν ἅγιο ὁ λογισμός:
«Ἔ, δέν εἶμαι καί σκουπίδι. Τόσα πού ἔχω κάνει, μέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Εἶμαι καλός ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ».
Καί ἔτσι ἄνοιγε ὁ δρόμος πρός τήν ὑπερηφάνεια. Τότε ὁ Θεός ἔστειλε ἄγγελο καί τοῦ εἶπε:
-Κοίταξε. Καλά τά λές. Καλός εἶσαι. Ἀλλά ὑπάρχουν στήν Ἀλεξάνδρεια, μεγάλη πόλη, ἐξ’ ὁλοκλήρου χριστιανική τότε, δύο γυναίκες πού εἶναι καλύτερες ἀπό σένα.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ταπεινός καί συνετός ἄνθρωπος εἶπε:
-Πάω νά τίς δῶ καί νά διδαχθῶ. Νά ὠφεληθῶ.
Πῆγε καί βρῆκε τό σπίτι τους. Ἦταν ἕνα φτωχόσπιτο. Τέσσεροι τοῖχοι, ἕνα παραγώνι, καί λίγα πράγματα πεταμένα πέρα-δῶθε.
-Τί κάνετε ἐδῶ; τίς ρώτησε. Νηστεύετε πολύ;
-Τί νά νηστεύσομε, οὔτε νά φᾶμε δέν ἔχομε.
-Κάνετε ἐλεημοσύνες;
-Ἐμεῖς ψάχνομε νά βροῦμε κάτι νά ζήσομε καί μᾶς λές ἄν δίνομε σέ ἄλλους;
-Μά τί κάνετε τότε; Κάτι μεγάλο κάνετε. Ποιά εἶναι ἡ ζωή σας;
-Συννυφάδες εἴμαστε.
-Ἀλήθεια;
-Ἔχομε πάρει δύο ἀδέλφια.
-Καί μένετε στό ἴδιο σπίτι συννυφάδες; Πόσα χρόνια εἴσαστε δωμέσα;
-Εἴκοσι.
-Εἴκοσι χρόνια στό ἴδιο σπίτι; Δέν μαλώσατε ποτέ;
-Ὄχι.
-Πῶς ἔγινε ἔτσι; Πῶς ξεσειρέψατε;
-Πήραμε δυό φτωχά ἀδέλφια, καί εἴδαμε ὅτι ἦταν πολύ ἀγαπημένα. Μᾶς ἦλθε μιά κατάνυξη στήν ψυχή μας καί εἴπαμε: «Θά κάνομε τέτοια ἁμαρτία, νά τρωγώμαστε καί νά γίνομε ἀφορμή τά ἀγαπημένα αὐτά ἀδέλφια νά τσακωθοῦν»; Καί ὑποσχεθήκαμε στό Θεό νά ζοῦμε εἰρηνικά. Νά μήν μᾶς δοῦνε οἱ ἄνδρες μας τσακωμένες. Νά μήν τούς μεταφέρομε ποτέ πίκρα. Καί ἄν τύχει καμιά παραξηγησούλα, ἀμέσως νά τήν διορθώνουμε, νά μήν πέσει στή ἀντίληψή τους.
-Καί τό καταφέρατε;
-Τό καταφέραμε.
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶπε:
-Τήν εὐχή σας νά ἔχω. Ἐγώ τόσο μεγάλο ἀγώνα δέν ἔκανα στή ζωή μου.
Τί μᾶς λέει ἡ ἱστορία;
Ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἅμα θέλει νά ἁγιάσει ἔχει ἀφορμές γύρω του, μέσα του, στό σπίτι του. Μπορεῖ νά ἁγιάσει. Ἀρκεῖ νά τό θέλει. Μέ λίγη καλωσύνη, μέ λίγη ἀγάπη. Γιατί ἄν κάνει ἀρχή, ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί προοδεύει.
Τόσο πού νά λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος· «ὄντως ἐγώ δέν ἔκανα τέτοιο ἀγώνα. Δῶστε μου τήν εὐχή σας νά γίνω καλύτερος». Μπορεῖ νά τό φαντασθεῖ κανείς;
Μέ ξέχασες ἅγιε;
Διηγεῖται ἕνας ἱεροκήρυκας:
«Εἶχα πάει σέ ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας. Ἐκεῖ λοιπόν μοῦ λέει ὁ παπᾶς:
-Ἐδῶ εἶναι ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού ἔχει ἕνα πρόβλημα. Μπορεῖς νά πᾶς τό βράδυ νά μείνεις μαζί τους, γιά νά τόν συμβουλεύσεις;
Πῆγα. Τό σπίτι ἦταν τέσσεροι τοῖχοι. Ζοῦσε μέ τήν γυναίκα του, τά παιδιά του καί τήν μητέρα του. Ἡ μητέρα του ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται γιά τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν καλωσύνη τοῦ ἀφέντη Ἁϊ-Γιώργη. Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος.
«Ἐγώ, εἶπε ἡ γερόντισσα, πηγαίνω στήν Ἐκκλησία, προσεύχομαι καί ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔρχεται συνεχῶς κοντά μας, δέν μᾶς ἀφήνει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρίν ἀπό χρόνια, εἶχα αὐτό τόν γυιό μου, πού τώρα εἶναι τριάντα χρονῶν, ἄρρωστο. Τότε πού ἦταν παιδάκι. Τόσο ἄρρωστο πού ἔλειωνε ἀπό στιγμή σέ στιγμή. Περιμέναμε νά πεθάνει. Μή ἀντέχοντας ἄλλο καί μήν περιμένοντας τίποτε πιά, γιατί ἔβλεπα ὅτι σβύνει τό παιδί, σηκώθηκα, πῆγα στά εἰκονίσματα καί φώναξα: «Ἅγιε μου Γεώργιε, ὅπου καί νά εἶσαι, πᾶρε τό ἄλογό σου καί τρέξε. Γιατί τό παιδί μου πεθαίνει».
Πρίν τελειώσω τήν προσευχή, ἀκούω καλπασμό ἀλόγου. Καί λέω: Κι’ ὅλας μ’ ἄκουσε;
Ἀλλά τό ποδοβολητό δέν σταμάτησε ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ἀναρρωτήθηκα: «Γιά νά περνάει τόσο γρήγορα, μήπως δέν ἔρχεται γιά μένα καί πάει ἀλλοῦ»;
Βγαίνω στό δρόμο καί βλέπω τόν ἅγιο Γεώργιο μέ τό ἄλογο νά χάνεται σάν ἀστραπή. Μ’ ἔπιασε τό παράπονο, ἄρχισα νά κλαίω καί νά λέω: «Δέν ἤμουν ἄξια καί μέ προσπέρασες;»
Γύρισα μέσα καταστενοχωρημένη. Ἀλλά τί νά δῶ. Τό ἑτοιμοθάνατο παιδί μου νά ἔχει σηκωθεῖ ἀπό τό κρεβάτι καί νά εἶναι μιά χαρά».
Ὅλοι μεσ’ στό σπίτι ἔτσι ἦταν. Αὐτό ἔχει ἀξία. Τά μικροπροβλήματα πού εἶχε ὁ νεαρός ἦταν τά συνηθισμένα.
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, νά καταλαβαίνομε τί μεγάλα πράγματα μᾶς προσφέρουν οἱ ἅγιοι μάρτυρες, πού τούς λέμε «ἀπαρχάς τῆς φύσεως καί τοῦ Εὐαγγελίου τελείωση». Ἀμήν.-
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ(†)
Πηγή: Διασκευασμένη ὁμιλία του στό Ζάλογγο, στό Ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, στίς 14.6.2009 kirigmata.blogspot.gr