«καί ἔλεγεν αὐτοῖς ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσιν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». (Μάρκ. 9, 1).
Τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελειώνει μέ αὐτά τά προφητικά λόγια τοῦ Κυρίου. «Μερικοί, εἶπε, ἀπό ὅσους εἶναι μαζί μας αὐτή τή στιγμή δέν πρόκειται νά πεθάνουν, ἄν δέν δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, ἐν δυνάμει, μέ ὅλη τή δυναμική της, τό μεγαλεῖο της». Προηγουμένως ὁ θεῖος Διδάσκαλος μίλησε στούς μαθητές Του γιά τούς ὅρους πού θέτει γιά τόν καθένα, πού θά θελήσει νά Τόν ἀκολουθήσει. Ὅροι καθόλου εὔκολοι, ἀφοῦ ἀπαίτησε αὐταπάρνηση, αὐτοθυσία. Καί μέ ὅσα τρομερά εἶπε ἐκείνη τήν ὥρα πού ἀφοροῦσαν τό μέλλον τῶν μαθητῶν Του ὑπαινίχθηκε σχεδόν καθαρά τό ἐχθρικό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ἐπρόκειτο νά ζήσουν καί νά ἀσκήσουν τά καθήκοντά τους ὡς χριστιανοί. Μέ λίγα λόγια ὁ Θεάνθρωπος δέν προδιέγραψε μέ χρώματα φωτεινά τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας Του. Γι' αὐτό καί παιδαγωγικότατα κλείνει τήν ὁμιλία Του πρός τούς ὑποψηφίους μαθητές καί Ἀποστόλους Του μέ κάποια αἰσιόδοξη προφητεία, ἡ ὁποία, ἄν καί ἀσαφής, ἐπρόκειτο νά τούς κρατήσει ὑψηλό καί ἀκμαῖο τό ἠθικό.
Ἔτσι προφήτευσε ὁ Κύριος καί τή δύναμη καί τό μεγαλεῖο τῆς Βασιλείας Του ἐπί γῆς, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὅπως καί ἄλλοτε εἴπαμε λέγοντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐννοοῦσε πάντοτε τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Νά ξέρετε, τούς εἶπε μετά ὅλα τά δυσάρεστα γιά τή νέα ζωή κοντά Του, θά ὑπάρξουν ἀκόμη καί ἀπό σᾶς πού εἶστε αὐτή τή στιγμή μαζί μας ἄνθρωποι, ἀκροατές μου, πού πρίν πεθάνουν θά δοῦν τή δόξα, τό μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας. Θά χαροῦν τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν στή γῆ ἐν δυνάμει.
Καί ἀσφαλῶς ὄχι λίγοι ἀπό τούς ἀκροατές αὐτοῦ του κηρύγματος γιά τό μέλλον τῶν Ἀποστόλων καί τῶν μαθητῶν Του ἔζησαν καί εἶδαν τή λάμψη τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν Πεντηκοστή καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά ἔζησαν στιγμές ἄφθαστου καί μοναδικοῦ ἠθικοῦ μεγαλείου ὡς μέλη πιστά της ἀρχέγονης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐμεῖς σήμερα πού διαβάζουμε τίς σελίδες τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου περιγράφεται ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν στά Ἱεροσόλυμα, δέν ἔχουμε κανένα πρόβλημα νά ἑρμηνεύσουμε μέ αὐτήν τήν ἔννοια τήν προφητεία αὐτή τοῦ Κυρίου, πού ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο: «καί ἔλεγεν αὐτοῖς, ἀμήν λέγω ὑμιν ὅτι εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσιν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει».
Στό σημεῖο αὐτό ἄς ἀκούσουμε τόν πρῶτο ἱστορικό της Ἐκκλησίας μας, τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πῶς περιγράφει συνοπτικά τή ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐμφανίσθηκε ἐν δυνάμει, σέ ὅλο τό πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο της. Τί ἄνθρωποι ἦσαν οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι χριστιανοί, ποιά ἡ πολιτεία τους στόν κόσμο, ποιά ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀλληλεγγύη μεταξύ τους. «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς τί τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ' ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καί μεγάλη δυνάμει ἀπεδίδουν τό μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κύριου Ἰησοῦ χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπί πάντας αὐτούς. οὐδέ γάρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς. ὅσοι γάρ κτήτορες χωρίων ἤ οἰκιῶν ὑπῆρχον πωλοῦντες ἔφερον τάς τιμάς τῶν πιπρασκομένων καί ἐτίθουν παρά τούς πόδας τῶν ἀποστόλων. διεδίδοτο δέ ἑκάστω καθότι ἄν τίς χρείαν εἶχεν. Ἰωσής δέ ὁ ἐπικληθείς Βαρνάβας ὑπό τῶν ἀποστόλων ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον υἱός παρακλήσεως, λευίτης, κύπριος τῷ γένει ὑπάρχοντος αὐτῶ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τό χρῆμα καί ἔθηκεν παρά τούς πόδας τῶν ἀποστόλων». (Πράξ. 4, 32-37).
Καί ὅλα αὐτά τά θαυμάσια Ἀποστολικά λόγια μέ λόγια ἁπλά ἔχουν ὡς ἑξῆς: Μετά τήν Πεντηκοστή τό Ἅγιο Πνεῦμα φώτισε τούς ἀνθρώπους καί τούς ἔνωσε σέ μία νέα κοινωνία, τήν Ἐκκλησία, τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄρχισαν ἔτσι σιγά σιγά νά δημιουργοῦνται μέ τό κήρυγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες. Δηλαδή οἱ πρῶτες ὁμάδες χριστιανῶν πού ἀκολουθοῦσαν ἕνα νέο τρόπο ζωῆς, πολύ διαφορετικό, βασισμένο πάντα στήν ἀδελφοσύνη καί στήν ἀγάπη. Ζοῦσαν ἀγαπημένοι καί μοιράζονταν ὅ,τι εἶχαν. Ἔτσι, τότε συνέβη τό πρωτοφανές στήν ἀνθρώπινη κοινωνία: δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας πού νά στερεῖται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά. Ὅλοι αἰσθάνονταν ἑνωμένοι μεταξύ τους σάν ἕνα σῶμα μέ μία καρδιά καί μία ψυχή, πού κεφαλή εἶχε τόν ἴδιο τό Χριστό.
Ἡ κοινή προσευχή,ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά κοινά δεῖπνα ἕνωναν τούς πρώτους χριστιανούς. Κάθε βράδυ, λοιπόν, μαζεύονταν ὅλοι μαζί, γιά νά προσευχηθοῦν καί νά τελέσουν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κάθονταν ὅπως τά ἀδέλφια γύρω ἀπό ἕνα κοινό τραπέζι καί μοιράζονταν ὅλα τά ἀγαθά. Κι ἐπειδή τά δεῖπνα αὐτά ἦταν γεμάτα ἀπό τήν ἀγάπη πού τούς ἔνωνε, ὀνομάστηκαν Ἀγάπες.
Ἑπομένως ὅσοι ἀξιώθηκαν νά βαπτισθοῦν χριστιανοί ἐκεῖνα τά πρῶτα Ἀποστολικά χρόνια, δέν θά δοκίμαζαν μόνο λίγο ἀργότερα τούς πρώτους διωγμούς καί τό μῖσος τῶν ἀπίστων, ἀλλά θά δοκίμαζαν καί τήν σπάνια χαρά καί εὐτυχία νά ζοῦν στή γῆ καί νά ἀπολαμβάνουν ὅλη τήν ὀμορφιά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι ἀκριβῶς ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ, πού ἀκούσαμε σήμερα. Εἴθε καί ἐμεῖς, ὕστερα ἀπό τόσους αἰῶνες, νά χαιρόμαστε μέ τήν προσευχή, τή Θεία Κοινωνία καί τά ὑπόλοιπα Μυστήρια, μέ τήν εἰλικρινῆ ἀγάπη, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν
+Ο Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος