Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.Πρίν ἀπό λίγο καιρό, γύρω στά Χριστούγεννα, ἄκουγα τούς γονεῖς μου νά μιλᾶνε γιά διάφορα θαύματα καί ἀναρωτήθηκα ἄν ὅλ' αὐτά ἦταν ἀλήθεια ἤ ψέματα. Ἔτσι, λοιπόν, ρωτώ τόν πατέρα μου καί μοῦ λέει πώς εἶναι ἀλήθεια ὅλα. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, σχεδόν κάθε μέρα, ζητοῦσα ἀπό τόν Θεό στήν προσευχή μου νά μοῦ δείξει κι' ἐμένα κάτι ἀπό ὅλ' αὐτά. Μετά ἀπό δυό μῆνες περίπου, εἶδα στό ὄνειρό μου δύο σπίτια τεράστια, τόσο μεγάλα, που καλά καλά δέν φαινόμουν. Ἦμουν σάν ἕνα μυρμηγκάκι. Τό ἕνα, στήν ἀριστερή πλευρά, ἦταν πολύ ἄσχημο, ἐνῶ τό ἄλλο δεξιά πολύ ὄμορφο. Ἐκείνη τήν στιγμή ἄκουσα μία φωνή νά μοῦ λέει: "Μή φοβᾶσαι, κοίτα προσεκτικά καί μᾶθε"! Ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἕνα χέρι νά μέ ἀκουμπᾶ στόν δεξιό ὦμο μου καί τότε κατάλαβα ὅτι κάποιος μέ συνόδευε πού μαζί πετάξαμε πρός τό ἄσχημο σπίτι. Καθώς πετοῦσα ἔνοιωθα πώς δέν εἶχα τό σῶμα ἐπάνω μου καί ἤμουν σάν ἕνα πούπουλο. Ἐπίσης, καθώς περπατούσαμε, ἄκουγα πίσω μου πολλά βήματα κάποιων ἄλλων πού ἦταν ἐκεῖ πέρα. Ὑπολόγισα μέ τό μυαλό μου πώς πρέπει νά ἦταν γύρω στά πέντε ἕξι ἄτομα. Γιά μιά στιγμή γύρισα γιά νά δῶ ποιοί εἶναι αὐτοί τέλος πάντων, μά δέν μποροῦσα. Μόλις φτάσαμε κοντά, εἶδα πώς αὐτό τό σπίτι ἦταν, βρώμικο, κατάμαυρο, σκονισμένο, στάζανε ἀπό παντοῦ πράσινες γλίτσες καί βρωμοῦσε τσιγαρίλες. Ἐν τῶ μεταξύ ἔνοιωσα μιά ἀναστάτωση μέσα μου, δηλαδή μιά γενική ταραχή. Ὕστερα ἔβλεπα τά δωμάτια αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ χωρίς νά μπαίνω μέσα. Εἶχε πολλά δωμάτια καί τό καθένα ἦταν διαφορετικό. Στά δωμάτια αὐτά βασανιζόντουσαν διαρκῶς ἄνθρωποι.
Π.χ. Σέ ἕνα δωμάτιο ἔβγαιναν ἀπό τό ταβάνι καρφιά καί τούς κάρφωναν. Ἕνα ἄλλο δωμάτιο εἶχε φλόγες καί οἱ ἄνθρωποι καίγονταν. Σέ ἕνα ἄλλο πάλι ἦταν κάτι ἄσχημες μορφές σάν ἀγάλματα πού κρατοῦσαν κάτι ἀκόντια καί κάρφωναν τούς ἀνθρώπους. Αὐτές οἱ μορφές εἶχαν ἄσχημα σουβλερά δόντια, σέ διαφορετικά χρώματα τό καθένα, ὅπως : καφέ, μαῦρο, γκρί, σκοῦρο κίτρινο. Εἶχαν ἐπίσης μακριές μαῦρες οὐρές πού τελείωναν σέ μιά πύρινη φούντα. Σέ ἕνα ἄλλο δωμάτιο ἦταν παρόμοια ἀγάλματα καί παραμορφωμένοι ἄνθρωποι, πού τούς ἔλειπαν χέρια, πόδια, μάτια, κεφάλι ἤ τό κεφάλι ἦταν στό χέρι ἤ κολημμένο στά πόδια τους, χωρίς νά ἔχουν σῶμα, καί τό χέρι στό κεφάλι, ἤ τά μάτια στά χέρια καί τά χέρια στά πόδια. Ἄλλοι εἴχαν μεγάλα πόδια ἤ μεγάλα χέρια, ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν ἀνάκατα μαλλιά. Πολλοί ἀκόμη εἶχαν φίδια ἀντί γιά μαλλιά. Εἶχαν πολύ παράξενα φίδια. Ὑπῆρχαν ἀκόμα δράκουλες μέ πρησμένη κοιλιά, πού τήν κάρφωνε ἕνα σπαθί ἤ σέ κάτι ἄλλους πού τούς ἔμπαινε ἀπό τό στόμα μιά σούβλα καί τούς ἔβγαινε ἀπό κάτω. Ὅλοι αὐτοί χοροπηδοῦσαν πάνω σέ πολλά ὀστᾶ ἀνθρώπων, πού σκέπαζαν ὅλο τό πάτωμα. Σέ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, πού ἦταν διπλάσιο ἀπό τά ἄλλα, ὑπῆρχε λαβύρινθος, ἀπό τόν ὁποῖο προσπαθοῦσαν νά περάσουν οἱ ἄνθρωποι.Ὅταν ἔμπαιναν μέσα οἱ ἄνθρωποι, πεταγόντουσαν ἀπό παντοῦ ξίφη, ἀκόντια, φωτιές καί ὀξέα. Ἄν κάποιος κατάφερνε νά βγεῖ ζωντανός, στήν ἔξοδο τόν περίμεναν κάτι παράξενα τέρατα, πού τόν ἔτρωγαν ἀμέσως. Στό προτελευταῖο δωμάτιο ὑπῆρχε πυκνό σκοτάδι καί ἀκουγόταν κάτι περίεργες κραυγές. Σέ ὅλα αὐτά τά δωμάτια πού εἶδα, ὁ δράκος ἔβαζε τούς ἀνθρώπους μέσα,ἀνάλογα μέ τό τί φοβόνταν περισσότερο ἀπ' ὅλα. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἦταν καλά, τό σῶμα τους φαίνονταν βασανισμένο. Φοροῦσαν σχισμένους καί λερωμένους χιτῶνες. Μερικούς ἀνθρώπους ὁ συνοδός μου ἄρχισε νά τούς λέει μέ τά ὀνόματά τους ἀλλά ἐγώ δέν ἤξερα ποιοί ἦταν αὐτοί καί τί ἔκαναν. Ἀπό αὐτούς, ἄλλους τούς ἔβλεπα νά κάθονται στό μαῦρο σπίτι, ἄλλους νά βασανίζονται σέ συγκεκριμένα δωμάτια καί νά τυραννιοῦνται. Ἀπό τούς ἄλλους ἄκουγα μόνο τά ὀνόματά τους. Μερικά ἀπό τά ὀνόματα πού θυμᾶμαι ἦταν ξένα, ἄλλα ἦταν τά ἀρχαῖα καί ἄλλα τά σημερινά. Μερικά ὀνόματα πού θυμᾶμαι, εἶναι : Χίτλερ, Λένιν, Νίκος, Νταϊάνα, Διοκλητιανός, Σαλώμη, Ραμσῆς, Περικλῆς, Ἀγαμέμνων Μουσσολίνι, Γιάννης, Ἱεζάβελ, Σαπφείρα, Ἰουλιανός, Ἴριδα, Μεχμέτ, Μουσταφᾶ, Μέρλιν Μονρόε, Ἄρειος.
Αὐτός ὁ Ἄρειος μέ φόβισε λίγο, γιατί φώναζε πολύ σπαρακτικά καί κατάλαβα ὅτι βασανιζόταν πολύ. Ὁ συνοδός μου μοῦ εἶπε πώς ὁ Ἄρειος εἶχε κάνει φρικτά πράγματα καί πονοῦσε πολύ. Στό τέλος εἶδα κι' ἕναν πού τόν ἔλεγαν Ἄλις Κούπερ. Αὐτός μέ ἐντυπωσίασε γιατί ἦταν ὁ μόνος πού δέν εἶχε διαφανές σῶμα. Ἐγώ νομίζω ὅτι δέν εἶχε πεθάνει. Ἦταν ὁ μόνος πού ἔνοιωθε καλά ἐκεῖ μέσα καί δέν βασανιζόταν καί τραγουδοῦσε. Ἀλλά ποῦ καί ποῦ τόν ἔπιανε μιά κατάθλιψη. Πρέπει ὅμως νά πῶ ὅτι τόν Χίτλερ τόν εἶδα στό δωμάτιο μέ τόν λαβύρινθο ὅμως δέν ἦταν μόνο αὐτός, ἦταν καί ἄλλοι ἄγνωστοι. Μέσα στούς ἄγνωστους βρισκόταν καί παπᾶδες. Μετά ὁ συνοδός μου μοῦ ἔδειχνε καί συγχρόνως μοῦ ἐξηγοῦσε ὅλες τίς διαφορετικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πού βασανίζονταν στά δωμάτια τοῦ μαύρου σπιτιοῦ πού ἄν τίς ἔγραφα ὅλες θά γέμιζα βιβλία. Μερικές πού μέ κάναν ἐντύπωση ὅμως εἶναι τῶν σατανιστῶν, τῶν ροκάδων, τῶν ὁμοφυλοφίλων, τῶν παπάδων, τῶν ἀνθρώπων πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό, τῶν ἀνθρώπων πού ἔκαναν λίγο ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες, τῶν μοναχῶν καί πάρα πολλῶν ἄλλων. Στό τελευταῖο δωμάτιο ὑπῆρχε ἕνας θρόνος, πού στά μπράτσα του καί ἦταν σκαλισμένοι δύο δράκοι. Ἀπό τό στόμα τῶν δράκων ἔβγαιναν φωτιές. Πάνω στόν θρόνο καθόταν ἕνας πανύψηλος, φοβερός δράκος. Τό σῶμα του ἤτανε κόκκινο, γεμᾶτο ἀγκάθια. Εἶχε καί μία χοντρή μαύρη οὐρά πού κατέληγε σέ μιά φλόγινη φούντα. Στά πόδια καί στά χέρια του εἶχε μακρυά, μυτερά βρώμικα νύχια. Πίσω στήν πλάτη εἶχε δύο μεγάλα φτερά νυχτερίδας. Στό κεφάλι του εἶχε δύο γυριστά κέρατα, σουβλερά δόντια καί κόκκινα μάτια. Στό κεφάλι του φοροῦσε μιά μαύρη κορώνα, πού ἔμοιαζε μέ τριγωνάκια καί δέν μποροῦσα νά τήν περιγράψω. Προσπαθήσαμε μέ τόν πατέρα μου νά τήν ζωγραφίσουμε. Κάπου μετά ἀπό ἀρκετά σχήματα ἀναγνώρισα τό σχῆμα τῆς κορώνας. Ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε πώς αὐτό τό σχῆμα λέγεται "πεντάλφα". Στό κέντρο αὐτῆς τῆς κορώνας πού ἔμοιαζε μέ πεντάλφα ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ δράκου πού καθότανε στόν θρόνο. Στό ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε ἕνα χρυσό σκῆπτρο πού στήν κορυφή του εἶχε ἕνα κεφάλι δράκου. Τό στόμα του ἦταν ἀνοιχτό καί εἶχε τέσσερα σουβλερά δόντια πού κρατοῦσαν μία πράσινη μπάλλα. Γύρω του τόν περιτριγύριζαν ἀμέτρητα δρακουλάκια πού ἔπαιρναν διάφορες ἐντολές πού ἄν δέν τίς ἔκαναν ἔπαιρναν τιμωρίες καί ἄν τίς ἔκαμναν σωστά, τίς ἐντολές, τούς ἔδινε λίγο ἀπό τό πολύ χρυσάφι πού εἶχε σέ ἕνα ἄλλο δωμάτιό, δίπλα του, σάν ἀνταμοιβή. Ἀλλά ὁ δράκος ἔκρυβε καί ἐκεῖνος ἕναν δικό του θησαυρό, πίσω ἀπό τόν θρόνο του, πού ἦταν ἀπό βρώμικα πράγματα, γλίτσες, ἀκαθαρσίες καί τέτοια. Καθώς προχωρούσαμε εἴδαμε μπροστά μας ἕναν ἄνθρωπο πού μοῦ εἶπε: " Ἔλα μαζί μου, νά σέ πάω σέ ἕνα πολύ ὡραῖο μέρος μέ πολύ χρυσάφι · θά χαρῆς πολύ." Ἐγώ, ἔτσι ἀπό περιέργεια, ἤθελα νά πάω μά ἐκείνη τήν στιγμή ὁ συνοδός μου μοῦ εἶπε:" Ἐάν θέλης, πήγαινε μέσα". Ἐγώ τελικά ἀποφάσισα νά πάω μά ὅταν ἄνοιξα μιά πόρτα γιά νά πάω, τό χέρι δέν ἦταν ἄλλο στόν ὦμο μου καί ὁ συνοδος μου δέν μέ συνόδευε πιά. Καθώς προχωρούσαμε καί πλησιάζαμε στήν πόρτα πού θά μοῦ ἔδειχνε τό ὄμορφο μέρος, αὐτός ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνονταν σέ δράκο. Ἐγώ ἄρχισα νά φοβᾶμαι.
Ξαφνικά ὅμως εἶδα μιά πόρτα μπροστά μου καί μπροστά της στεκόταν ἕνας ἄγγελος πού εἶχε πολύ αὐστηρό βλέμμα καί φοροῦσε ἕναν γκρί χιτῶνα καί μία πανοπλία καί στό χέρι του κρατοῦσε ἕνα μαστίγιο. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: "Μή τόν ἀκοῦς, αὐτός εἶναι ψεύτης". Μετά ἔρριξε τό βλέμμα του πάνω στόν δράκο καί εἶπε: " Ἔλα ἐδῶ ρέ καί πᾶνε μέσα, μήν ἀρχίσω αὐτό πού ξέρεις". Ἐκείνη τήν στιγμή τό δρακουλάκι πῆγε μέσα στήν πόρτα, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μετά ὁ αὐστηρός ἄγγελος μοῦ ἔρριξε μιά ἄγρια ματιά καί ἔφυγε μέσα ἀπό τήν πόρτα. Μετά ἀπό αὐτό πού ἔγινε φύγαμε ἀπό τό μαῦρο σπίτι καί πήγαμε στό χρυσό σπίτι. Αὐτό ἦταν πιό μικρό ἀπό τό ἄλλο σπίτι. Τα κεραμίδια του ἦταν ἀπό διαμάντι καί τά παράθυρά του ἀπό ἕνα ἄλλο πράγμα πού δέν ὑπάρχει στή γῆ. Σέ αὐτό τό σπίτι τά δωμάτια δέν τά ἔβλεπα ἀπό ἔξω ἀλλά ἀπό μέσα. Μόλις μπήκαμε μέσα μύρισε θυμίαμα ἀπό τούς ἀγγέλους πού θυμιάτιζαν. Ἡ μυρωδιά μύριζε τόσο ὡραῖα, πού δέν μπορῶ νά τήν περιγράψω. Μέσα σ' αὐτό τό σπίτι ἔμεναν πιό λίγοι ἄνθρωποι ἀπό τό μαῦρο. Τότε ὁ συνοδός μου, εἶπε: " Πρόσεξε καλά αὐτά πού βλέπεις". Ἀμέσως ἔνοιωσα τό μυαλό μου νά ξέρη πιό πολλά πράγματα. Τά δωμάτια ἦταν πιό μεγάλα ἀπό τό μαῦρο σπίτι. Ὅλα ἦταν λευκά καί παντοῦ ὑπῆρχε λίγο χρυσάφι, λίγο ἀσήμι, λίγο διαμάντι καί ἄλλα πολύτιμα πράγματα καί ὅλα ἦταν τόσα πολλά πού οἱ ἄνθρωποι τά εἶχαν γιά πισίνες νά κολυμποῦν σ' αὐτά. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦσαν ἐκεῖ ἦταν τρισευτυχισμένοι. Ὅλοι εἶχαν τήν ἴδια ἡλικία, δέν ὑπῆρχαν γέροι καί παιδιά· ἄλλοι ὅμως ἔλαμπαν πιό πολύ, ἄλλοι πιό λίγο κτλ.
Σέ ἕνα δωμάτιο πού μπῆκα εἶχε μιά τεράστια τραπεζαρία μέ στολισμένα φαγητά. Ὕστερα μπῆκα σέ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, πού ἐγώ τό ὀνόμασα "δωμάτιο τῆς χαρᾶς". Γιατί εἶδα ἕναν ἱερέα νά χοροπηδάει ἀπό τήν χαρά του. Καί ἔτσι ὅποιος ἔμπαινε μέσα τρελλαινόταν ἀπό χαρά. Τό ἑπόμενο δωμάτιο ἦταν ἕνα πού εἶχε ὅλα τά φυτά τῆς φύσης. Ἐγώ ἔκοψα ἕνα λουλούδι καί τό μύρισα. Ἐπίσης ὅταν τά ἀφήνεις κάτω, ἐκεῖνα ξαναφυτρώνουνε. Τό δωμάτιο πού πήγαμε μετά εἶχε ὅλα τά ζῶα τοῦ κόσμου καί μποροῦσες νά μιλήσης μαζί τους καί δέν ἦταν ἄγρια. Τό ἄλλο δωμάτιο εἶχε ἕνα ποτάμι λάβας πού ὅταν τήν ἔπιανες δέν καιγόσουν. Ἐγώ ἔπιασα λίγο καί ἦταν σάν ζελές. Τό διπλανό δωμάτιο ἦταν κι' αὐτό μέ ἕνα ποτάμι μά μόλις ἔπιασα τό νερό , ἐκεῖνο ἔγινε στερεό. Στό ἄλλο δωμάτιο ὑπῆρχαν πολλά μά καί ὄμορφα ἔπιπλα πού δέν περιγράφονται γιατί δέν ὑπάρχουν τέτοια ἐδῶ. Στό προτελευταῖο δωμάτιο πού πῆγα ἦταν μεγάλο μέ ξύλινες καρέκλες ὅπου καθόταν ἄνθρωποι πού ἀκούγανε καί λέγανε ψαλμούς. Αὐτούς τούς διηύθυναν οἱ Ἀρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Μάλιστα ἄκουσα γιά λίγο, καί ἦταν τόσο ὡραῖα πού δέν συγκρίνεται μέ ὅλους τούς ψαλμούς τοῦ κόσμου. Εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτό τό δωμάτιο ἦταν δωμάτιο συγκέντρωσης ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, τῶν γνωστῶν καί ἀγνώστων, τῶν κληρικῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν. Ὅμως ὁ κάθε Ἅγιος δέν μποροῦσε νά καθήση ὅπου ἤθελε. Καθόντουσαν ἀνάλογα μέ τό ἀξίωμα. Ὅσο μεγαλύτερος ἦταν ὁ Ἅγιος, τόσο πιό μπροστά καθόταν. Ἔτσι ὅπως περνοῦσε ἡ ὥρα μέσα στήν αἴθουσα, ἄρχισα νά ἀναγνωρίζω μερικούς Ἁγίους πού ἔχουμε τίς εἰκόνες τους στό σπίτι μας. Ἄλλους τούς γνώριζα ἀπό διαίσθηση, ἄλλους μοῦ τούς σύστησε ὁ συνοδός μου. Μερικούς ἀπό αὐτούς πού εἶδα ἦταν : ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, ὁ ἅγιος Φανούριος, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, οἱ Ἅγιοι ἀπό τήν Μονή Χοζεβᾶ, ἡ ἁγία Παρασκευή, ἡ ἁγία Εἰρήνη, ὁ ἅγιος Ραφαήλ καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος πού καθόταν στήν πρώτη θέση μαζί μέ τον Άγιο Παῒσιο, ἡ ἁγία Ἄννα καί ὁ ἅγιος Ἰωακείμ, ὁ ἅγιος Ὀνούφριος, πού εἶχε τά πιό ὄμορφα ροῦχα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ ἁγία Ἀγνή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη, ἡ ἁγία Πελαγία Ἰβάνοβνα, ἡ διά χριστόν Σαλή, ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ἡ ἁγία Φιλοθέη, ἡ ἁγία Εὐθυμία. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ σκηνή, στήν δεξιά μεριά, ὑπῆρχε ἄδειος χῶρος καί ἐκεῖ εἶχε μία καρέκλα ὅπου καθόταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ὅλοι μέσα στό χρυσό σπίτι εἶχαν ἄϋλο σῶμα καί ὄμορφη κορμοστασιά, ἐκτός ἀπό ἕναν πού ἦταν σκυφτός καί δέν εἶχε ἄϋλο σῶμα. Τό σῶμα του ἦταν κάπως ταλαιπωρημένο ἀλλά παρ' ὅλ' αὐτά ἦταν πολύ λαμπερό. Ἦμουν ὅμως περίεργος νά μάθω ποιός Ἅγιος ἦταν αὐτός. Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ συνοδός μου μοῦ εἶπε πώς αὐτός ἦταν ὁ Προφήτης Ἐνώχ. Στό τέλος ὁ συνοδός μου μοῦ ἔδειξε καί ἄλλους Ἁγίους, πού δέν θυμᾶμαι. Ὕστερα μοῦ ἔδειξε καί τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦσαν στό χρυσό σπίτι. Αὐτές πού μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση ἦταν τῶν ταπεινῶν, τῶν ἐλεημόνων, τῶν ἀνθρώπων, πού ἄφησαν τά πάντα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀνθρώπων πού ἔκαναν τούς τρελλούς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, τῶν μοναχῶν, τῶν ἱερέων, τῶν Ἀρχιμανδριτῶν, τῶν Μαρτύρων καί τῶν ἀνθρώπων πού πέθαναν γιά τήν πατρίδα τους.
Σέ ὅλα τά δωμάτια πού εἶδα, ἀλλά καί στά ἄλλα πού δέν εἶδα, ὁ Χριστός ἔβαζε τούς ἀνθρώπους μέσα σ'αὐτά, ἀνάλογα μέ τό τί τούς ἄρεζε πιό πολύ. Στό τελευταῖο δωμάτιο πού πῆγα εἶδα ἕναν μεγάλο θρόνο πού ἐκεῖ καθόταν ὁ Χριστός καί μόλις τόν εἶδα χάρηκα τόσο, πού δέν ἤθελα νά φύγω ἀπό ἐκεῖ. Ὁ θρόνος του ἦταν ὁλόχρυσος καί εἶχε πολύτιμα πετράδια καί ἄλλα ὄμορφα στολίδια πού δέν μπορῶ νά περιγράψω. Κάτω ἀπό τά πόδια του ὑπῆρχε ἕνα σκαμνάκι καί ἦταν σκαλισμένοι δύο δράκοι, ὄχι ὅμως σάν τούς δράκους τοῦ μαύρου σπιτιοῦ. Στά μπράτσα τοῦ θρόνου ἦταν σκαλισμένα τό κεφάλι ἑνός λιονταριοῦ, στήν ἀριστερή πλευρά καί τό κεφάλι ἑνός ἀετοῦ, στήν δεξιά πλευρά.. Ἐκεῖ πού ἀκουμποῦσε ἡ πλάτη του ἀπό τήν μιά μεριά, τήν ἀριστερή ἦταν σκαλισμένος ἕνας ταῦρος καί στήν ἄλλη μεριά, τήν δεξιά ἕνας Ἄγγελος. Ὁ Χριστός φοροῦσε ἕναν λαμπρό ἄσπρο χιτώνα, ἀπό πάνω ἕναν ἄλλο, πιό χοντρό χρυσό χιτώνα, καί φοροῦσε ἕνα ἄσπρο πράγμα σάν κασκόλ μέ μπλέ σταυρουδάκια. Ἐπίσης φοροῦσε πολύ ὄμορφα σανδάλια καί μιά παράξενη κορώνα . Ἦταν τόσο ὡραία πού δέν μπορῶ νά τήν περιγράψω. Στό κέντρο εἶχε ἀσήμι καί ὅλο τό ἄλλο ἦταν χρυσό καί στολισμένο μέ πολύτιμα πετράδια καί ἄλλα στολίδια πού δέν τά γνωρίζω ὅλα. Τά μαλλιά του εἶχαν ἕνα καφέ σκοῦρο χρῶμα καί τά εἶχε πλεγμένα πρός τά πίσω. Τό πρόσωπό του ἦταν πεντακάθαρο χωρίς κανένα σημαδάκι. Ἐπίσης ὁ Χριστός ἦταν πολύ ὄμορφος καί λαμπερός, σάν τόν ἥλιο, ἀλλά δέν θαμπωνόσουν ὅταν τόν κοίταζες. Στό δεξί του χέρι κρατοῦσε ἕνα σκῆπτρο καί εἶχε πάνω - πάνω ἕνα μεγάλο στρογγυλό διαμάντι. Μετά ἀκολουθοῦσε ἕνας δράκος ἀλλά πολύ διαφορετικός ἀπό αὐτόν τοῦ μαύρου σπιτιοῦ. Τό στόμα τοῦ δράκου ἦταν ἀνοιχτό καί κρατοῦσε μία διαφανή γαλάζια μπάλλα. Στό ἀριστερό του χέρι εἶχε ἕνα ἀνοιχτό γαλάζιο βιβλίο. Ἐγώ νομίζω πώς ἦταν τό Εὐαγγέλιο. Γύρω ἀπό τόν θρόνο του ἦταν ἄπειροι Ἄγγελοι πού ἐκτελοῦσαν μέ χαρά τίς διαταγές του. Ἀπό τίς δύο μεριές τοῦ θρόνου του ἦταν δύο Ἄγγελοι. Ὁ ἕνας ἀπό τήν μιά μεριά εἶχε πολλά μάτια καί ὁ ἄλλος πολλά φτερά καί κοιτοῦσαν συνέχεια τόν Χριστό. Κανένας Ἄγγελος δέν ἔμοιαζε μέ ἄντρα ἤ μέ γυναίκα. Ὕστερα ὁ Χριστός σηκώθηκε, ἄφησε τό σκῆπτρο του δίπλα στόν θρόνο καί μέ σταύρωσε, ὅπως κάνουν οἱ παπᾶδες καί μοῦ εἶπε: " Χαῖρε, παιδί μου!". Τότε εἶδα δίπλα μου ἕνα μπαοῦλο, ἀπό αὐτά πού ἔχουν μέσα τους θησαυρούς, ὅμως δέν εἶχε καπάκι καί ἔβλεπες τί εἶχε μέσα. Μέσα εἶχε ἕνα κόκκινο βελούδινο ὕφασμα καί πάνω του ἔγραφε μέ κεφαλαῖα γράμματα: "ΑΓΑΠΗ, ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, ΟΥ ΚΑΚΙΑ. ΑΡΕΤΗ, ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ. ΕΙ ΤΑΥΤΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ". Στά δεξιά αὐτοῦ τοῦ μπαούλου εἶδα ἕναν μεγάλο ξύλινο σταυρό πού ἦταν τό μόνο πράγμα στό δωμάτιο αὐτό, πού δέν ἦταν στολισμένο. Στό ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ εἶχε μιά ταμπέλα πού ἔγραφε: Ι.Χ.Β. Τότε μοῦ ἦρθε ἡ πίστη πώς αὐτός ὁ σταυρός πρέπει νά ἦταν ὁ Σταυρός πού σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἡ χαρά πού ἔνοιωθα λίγο πιό πρίν ἀμέσως δυνάμωσε πολύ. Μετά εἶδα τόν Χριστό νά διαβάζη κάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Μετά σηκώθηκε, πῆρε τό σκῆπτρο του, ἦρθε ἕνα μέτρο κοντά μου καί εἶπε: " Παιδί μου, σ' αὐτή τήν ζωή θέλει ἀγάπη, ταπείνωση, οὐ κακία, ἀρετή, ὑπακοή στούς μεγαλύτερους. Εἰ ταῦτα ποιήσεις, Μεγαλειότητα". Μόλις ἄκουσα τήν γλυκειά φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρά πού εἶχα πρίν πολλαπλασιάστηκε. Μετά μέ ἀκούμπησε στόν ὦμο καί συνοδεύοντάς με στήν ἔξοδο ὁ Χριστός εἶπε στόν συνοδό μου: "Νά τό προσέχης αὐτό τό παιδί". Μετά γύρισε σέ μένα καί μοῦ εἶπε: Καί ἐσύ νά προσέχης παιδί μου, γιατί ὁ κόσμος αὐτός κρύβει πολλές παγίδες". Αὐτά εἶπε καί ἔφυγε πρός τόν διάδρομο ἐνῶ ἐμεῖς περπατήσαμε σέ ἄλλη κατεύθυνση.
Στό δρόμο ὁ συνοδός, μοῦ ἐπανέλαβε τά λόγια πού μοῦ εἶπε ὁ Χριστός . Ὅταν μοῦ τά ἐπανέλαβε, μοῦ τά ἐξήγησε καί τότε τά κατάλαβα καλύτερα. Ἀμέσως συναντήσαμε μπροστά μας μιά καλυβούλα πού ἐκεῖ πέρα ἦταν ὅλα ἁπλά. Πάνω σέ μιά ξύλινη καρέκλα καθόταν ἡ Παναγία καί ἔπλεκε κάτι ἀλλά δέν μποροῦσα νά καταλάβω τί ἦταν. Δίπλα της ἦταν μία στάμνα καί μιά παλιά βρύση ἀπό αὐτές πού τίς κουνᾶς πάνω -κάτω καί βγάζουν νερό. Ποῦ καί πού ἡ Παναγία ἔπαιρνε ἕνα κρίνο καί τό μύριζε. Τῆς Παναγίας δέν τῆς ἄρεζαν τά πολύτιμα πράγματα γι' αὐτό ἦταν ὅλα ἁπλά ἐκεῖ μέσα. Τό μόνο πολύτιμο ἦταν ἡ ἀστραφτερή ἀσγημένια φορεσιά της καί ἔτσι ἔνοιωθε μεγάλη χαρά , πιό πολλή ἀπό αὐτούς πού εἶδα στό χρυσό σπίτι. Τό πρόσωπό της ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο, ἀλλά ὄχι τόσο, ὅσο τοῦ Χριστοῦ. Στό κεφάλι της εἶχε ἕνα ἀσημένιο, φωτοστέφανο στολισμένο μέ πολλές πέτρες ὅπου ἀπό αὐτό τό φωτοστέφανο ἔβγαιναν χρυσές ἀκτίνες. Στήν καλυβούλα τῆς Παναγίας μπαινόβγαιναν πολλοί ἄνθρωποι καί μιλοῦσαν. Ὅταν μπῆκα καί ἐγώ ἡ Παναγία χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε καί αὐτή: " Χαῖρε, παιδί μου!". Ὕστερα ἀπό λίγο ξύπνησα καί εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι δέν ἔπρεπε νά φανερώσω ἀκόμη σέ κανένα τίποτα γι' ὅλ' αὐτά πού εἶχα δεῖ. Τό ἑπόμενο βράδυ εἶδα πάλι τό ἴδιο ὄνειρο ἀπό τήν ἀρχή καί εἶχα πάλι τήν ἴδια αἴσθηση καί παραξενεύτηκα πάλι γι' αὐτό.
Τήν τρίτη μέρα ἦταν Κυριακή καί μέ τούς γονεῖς μου πῆγα σέ ἕνα μοναστήρι. Ξαφνικά, ἐκεῖ πού παρακολουθοῦσα τήν Θεία Λειτουργία ἐμφανίζονται πάνω στόν τροῦλο τά δύο σπίτια, τό μαῦρο ἀριστερά καί τό χρυσό δεξιά, μέ τήν μόνη διαφορά ὅτι ἦταν ἄδεια. Δέν ὑπῆρχαν μέσα ἄνθρωποι. Ἀμέσως μετά ἐμφανίζονται κάτι ἄσπρα φῶτα πού σιγά -σιγά ἔπαιρναν τό σχῆμα Ἀγγέλων. Οἱ Ἄγγελοι φοροῦσαν, ἄσπρους χιτῶνες καί ἀσπροκόκκινα σανδάλια μέ ἐπικαλαμίδες. Ὅλοι ἦταν λαμπεροί, ἄλλοι περισσότερο, ἄλλοι λιγώτερο. Κοντά στήν Ὠραία Πύλη ἐμφανίστηκαν οἱ Ἄγγελοι μέ τά πολλά φτερά καί τά πολλά μάτια. Μετά ἐμφανίστηκαν μαῦρες σκιές πού και αὐτές σιγά -σιγά ἔπαιρναν τό σχῆμα διαφόρων τεράτων πού εἶχα δεῖ μέσα στό μαῦρο σπίτι. Ἦταν δηλαδή διάβολοι. Αὐτοί πῆγαν ἀμέσως νά κάνουν ζημιές πάνω στίς εἰκόνες καί μέσα σέ ὅλη τήν Εκκλησία γενικά. Οἱ πιό πολλοί προσπαθοῦσαν νά μποῦν μέσα στό Ἱερό ἀλλά οἱ Ἄγγελοι, ἰδιαίτερα αὐτοί μέ τά πολλά μάτια καί τά πολλά φτερά, τούς ἐμπόδιζαν. Μετά εἶδα πάνω σέ μερικούς ἀνθρώπους νά στέκονται καί Ἄγγελοι καί διάβολοι. Στό τέλος εἶδα ἀνθρώπους πού νά ἔχουν μόνο Ἀγγέλους ἤ μόνο διαβόλους . Στίς καλόγριες εἶδα νά στέκονται Ἄγγελοι καί διάβολοι, ἐνῶ σέ ἄλλες ἦταν μόνο Ἄγγελοι. Σέ τρεῖς μόνο οἱ Ἄγγελοι ἦταν πιό λαμπεροί σέ σύγκριση μέ τούς ἄλλους. Στόν Γέροντα εἶδα νά ἔχη γύρω του ἕξι Ἀγγέλους, πού ἦταν τόσο φωτεινοί ὅσο τῶν τριῶν καλογριῶν. Τούς ἄνθρώπους πού εἶχαν μόνο διαβόλους τούς ψιθύριζαν μέσα στό αὐτί διάφορα κακά πράγματα νά τά σκέφτονται ἤ νά τά κάνουν.
Παράδειγμα: ἄκουσα ἕναν διάβολο νά λέει σ' ἕναν ἄνθρωπο: " Ὤχ μωρέ, βγές τώρα λίγο ἔξω, γιατί ἔχει πολύ ζέστη". Ἄλλος πάλι διάβολος ψιθύριζε σέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο πού πιό μπροστά εἶχε βγῆ ἔξω καί ὅταν γύρισε βρῆκε τήν καρέκλα του πιασμένη: "Καλά, τί θέλει τώρα αὐτός καί κάθεται στήν θέση μου, δέν ξέρει ὅτι ἐδῶ καθόμουν ἐγώ;" Ἄλλος διάβολος ἄκουσα νά λέει σέ ἕναν ἄνθρωπο: " Ἀμάν, αὐτός ὁ παπάς, δέν μπορεῖ νά βάζη μικρότερα κομμάτια ψωμί μέσα; …παρά λίγο νά πνιγῶ". Σέ ἄλλον ἔλεγε, ὅταν γινόταν ἡ Μικρή ἤ ἡ Μεγάλη Εἴσοδος: "Μήν στρέφεσαι πρός τόν παπά, γιατί ἀπό τό γύρω -γύρω θά ζαλιστῆς, θά πέσης κάτω καί θά γίνης ρεζίλι" καί ἄλλα τέτοια πολλά λέγανε στούς ἀνθρώπους οἱ διάβολοι. Οἱ ἄνθρωποι πού εἴχανε μόνο τούς Ἀγγέλους, τούς ἔλεγαν οἱ Ἄγγελοι νά σκέφτονται καί νά κάνουν διάφορα καλά πράγματα. Παράδειγμα: ἄκουσα νά λέει ἕνας ἄγγελος σέ ἕναν ἄνθρωπο: "Κοίταξε αὐτόν τόν παππού πού δέν ἔχει νά καθίση. Ἐάν θέλης δῶσε του τήν θέση σου νά καθίση, κάτι εἶναι κι' αὐτό". Τό ἴδιο ἔλεγαν καί σέ ἄλλους γιά μικρά παιδάκια πού ἦταν ὄρθια. Ἄλλος ἄγγελος ἔλεγε σέ μιά γυναίκα πού πιό μπροστά τήν μιλοῦσε μιά ἄλλη: " Ἐάν θέλης νά μήν τήν ἀπαντᾶς, γιατί δέν εἶναι σωστό νά μιλᾶμε μέσα στήν Ἐκκλησία". Σέ ἄλλους ἀνθρώπους τούς πρότειναν νά ἔχουν καλές σκέψεις, ὅπως παράδειγμα νά σκέφτονται τόν Παράδεισο, τήν Ἐκκλησία καί ἄλλα. Στούς ἀνθρώπους πού εἶχαν Ἄγγελο καί διάβολο , ἀπό τήν μιά μεριά ὁ διάβολος ἔλεγε νά κάνουν κακά πράγματα καί ἀπ' τήν ἄλλη ὁ Ἄγγελος τούς ἔλεγε νά κάνουν καλά. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις οἱ διάβολοι προσπαθοῦσαν νά κάνουν τό δικό τους μέ τό ζόρι, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι λέγανε πάντοτε "Ἐάν θέλεις".
Ἐνῶ αὐτά συνεχίζονταν, ἐγώ ἄλλοτε φοβόμουν, ἄλλοτε χαιρόμουν καί ἄλλοτε αἰσθανόμουν παράξενα. Γι' αὐτό θέλησα νά πῶ αὐτά πού ἔβλεπα ἐκείνη τήν στιγμή στόν πατέρα μου, ἀλλά δέν πρόλαβα γιατί ἀμέσως μέ πλησίασε ἕνας ἄγγελος καί μοῦ ἔκανε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω. Μετά σχημάτισε μέ τά δυό του χέρια τό σχῆμα μιᾶς καρδιᾶς, μέ σταύρωσε καί ἀπομακρύνθηκε. Ἀμέσως μετά εἶδα μέσα στό Ἱερό, ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, κάτι τό πολύ φωτεινό καί σιγά - σιγά διέκρινα ὅτι ἤτανε ἕνα μωράκι. Μαζεύτηκαν πολλοί Ἄγγελοι τριγύρω του καί εἶδα ἕναν Ἄγγελο νά παίρνει ἕνα μαχαίρι καί νά κόβη ἕνα μικρό κομματάκι ἀπό τό μωράκι. Μετά ἔδωσε τό μαχαίρι σέ ἄλλον Ἄγγελο καί ἔκοψε καί αὐτός ἕνα κομματάκι καί αὐτό συνεχιζόταν μέχρι νά κοπῆ τό μωράκι σέ πολλά μικρά κομματάκια. Ἐπειδή ἔβλεπα τήν πλάτη τοῦ Ἱερέα, δέν μποροῦσα νά δῶ καθαρά ἄν ἔκοβε καί ἐκεῖνος. Πάντως κατάλαβα ὅτι κάτι ἔκανε μέ τά χέρια του καί ὅτι ἔκοβε κι' ἐκεῖνος κομματάκια ἀπό τό μωράκι. Παρόλο πού τό μωράκι ἔγινε κομματάκια, ἐγώ οὔτε φοβήθηκα ἀλλά οὔτε καί στενοχωρέθηκα. Μετά εἶδα τόν Ἱερέα νά παίρνει τά κομματάκια καί νά τά βάζη μέσα στό Δισκοπότηρο. Τά κομματάκια αὐτά δέν στάζανε αἷμα ἀλλά ἴσα -ἴσα πού εἴχανε πάνω τους τό αἷμα, χωρίς νά στάζη. Μετά εἶδα γιά λίγο ἀκόμη τούς Ἀγγέλους καί τούς διαβόλους, ὥσπου ἦρθε ἕνα σύννεφο καί χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖ μέσα, έτσι πλέον ἔβλεπα κανονικά τήν Ἐκκλησία. Πρός τό τέλος τῆς ὀπτασίας μοῦ ἦρθε ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτά πού ἔζησα ἔπρεπε νά τά μάθη πολύς κόσμος.
Γ. Κ., τότε 9,5 ἐτῶν, τον Ἀπρίλιο του έτους 2003