Ο γ. Ιωακείμ Σπετσιέρης που δεν πατούσε στη γη...


Αναγνώσεις: |


Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.

Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
«...Ὅταν χειροτονήθηκα ἱερέας, εἶπα μιὰ μέρα στὸν πατέρα Γερμανό, σ᾿ ἕναν εὐλαβῆ ἱερομόναχο στὴν Μονὴ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα:
– Παπα–Γερμανέ, διάβασα σὲ διάφορα ἱερὰ βιβλία, ὅτι πολλοὶ ἱερεῖς παλαιότερα, ὅταν τελοῦσαν τὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατώντας τὰ Τίμια Δῶρα, δὲν πατοῦσαν στὴν γῆ, ἀλλὰ ἐφέροντο στὸν ἀέρα. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα τέτοιοι ἱερεῖς;
– Μὴν ἀμφιβάλλεις, μοῦ εἶπε, μήπως πάθεις καὶ σὺ κάτι τέτοιο.
Και πράγματι, τὴν ἑπομένη Κυριακὴ ἤμουν ἐφημέριος καὶ ἐλειτουργοῦσα στὸ καθολικὸ της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ὅταν βγῆκα στὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατώντας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου τὸ Ἅγιον Δισκάριον, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ὁ Ἅγιος Ἄρτος καὶ στὸ δεξιό μου χέρι τὸ Ἅγιον Ποτήριον μὲ τὸ Ἅγιον Αἷμα, σήκωνα τὰ πόδια μου ἐπάνω, διότι δὲν ἔβρισκα στέρεο ἔδαφος νὰ πατήσω!
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Γερμανὸς βρισκόταν μέσα στὸ θυσιαστήριο. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία πῆγα στὸ δωμάτιό μου γιὰ νὰ ἡσυχάσω λίγο.
Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἦλθε ὁ πατὴρ Γερμανὸς καὶ μοῦ εἶπε:

– Γιατί σήμερα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου σήκωνες τὰ πόδιά σου;
Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα:
– Πατέρα Γερμανέ, δὲν ξέρω τί μοῦ συνέβη. Δὲν ἔβρισκα στέρεο ἔδαφος... νὰ πατήσω.
– Αὐτὸ εἶναι, μοῦ εἶπε, ἐφέρεσο στὸν ἀέρα ἐνῷ σὲ κρατοῦσαν Θεῖοι Ἄγγελοι. Γι’ αὐτὸ πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα, γιατὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι μέγα μυστήριο.
– Μά, μόνον κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατοῦν οἱ θεῖοι Ἄγγελοι τὸν λειτουργὸν εἰς τὸν ἀέρα;
–Ναί. Διότι τότε φέρει ἐπάνω του τὰ Τίμια Δῶρα. Ὅταν τὰ ἀποθέσῃ τότε ἡ χάρις ἐνεργεῖ εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ λειτουργοῦντος, τὸ ὁποῖο μεταρσιοῦται στὸν φωτεινὸ καὶ οὐράνιο κόσμο...

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη, «Ἀπομνημονεύματα, Ἅγιον Ὄρος – Ἱεροσόλυμα», Ἔκδοση Ἱερᾶς Καλύβης, «Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων», Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος.

Ποιὸς ἦταν ὁ π. Ἰωακεὶμ Σπετσιέρης, συγγραφέας πρωτότυπων βιβλίων ἀπὸ τὶς περιοδεῖες του στοὺς Ἁγίους Τόπους...

Ὁ παππούς του ἦταν ἱερεὺς ἔγγαμος καὶ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὅταν γεννήθηκε ὁ π. Ἰωακείμ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, ὁ παππούς του προεῖπε ὅτι θὰ γίνῃ ἱερεὺς καὶ θὰ πάρη τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ Ἰωάννης. Τέτοια ἀρετὴ εἶχε ὁ παπποὺς ἐκεῖνος, ὥστε προγνώρισε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατό του.
Στὸ τέλος μιᾶς λειτουργίας βγῆκε στὴν Ὡραία Πύλη καὶ εἶπε στὸ ἐκκλησίασμα: Αὐτὴ ἐδῶ εἶναι ἡ τελευταία μου λειτουργία. Πῆγε στὴν κόρη του, ποὺ ἦταν παντρεμένη καὶ τοῦ προσέφεραν καφέ. Κι’ ἐκεῖ ἀκόμη τοὺς εἶπε: Τοῦτος εἶναι ὁ τελευταῖος καφὲς ποὺ πίνω...

Ὁ Ἰωακείμ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Σπετσιέρης, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά. Ὁ πατέρας του, ἀγρότης στὸ ἐπάγγελμα, ἦταν πολὺ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Την ὥρα τῆς ἐργασίας του ἔψαλλε διάφορα τροπάρια.

Ἰδιαίτερα τοῦ ἄρεσαν τὰ ἱερὰ ᾄσματα τοῦ Τίμιου Σταυροῦ: «Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης... καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα», θύμωσε ὁ καταραμένος μιὰ νύχτα μαζί του καὶ τὸν χτύπησε στὸ πόδι πολὺ ἄσχημα.

Χωρὶς νὰ ἀρρωστήσῃ, ζήτησε Πνευματικό, καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε τοῦ εἶπε: Τὴν τάδε ἡμέρα νἄρθῃς νὰ μὲ κοινωνήσης, διότι θὰ πεθάνω. Πρὸ τριῶν ἡμερῶν, προγνώρισε τὸ θάνατό του. Ὁ π. Ἰωακεὶμ ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπίτι γι᾿ αὐτὸ εἶπαν οἱ δικοί του νὰ τὸν εἰδοποιήσουν νὰ ἔρθῃ. Ὁ πατέρας του ὅμως τοὺς ἀπάντησε: Μὴν κάνετε τίποτα, δὲν προφταίνει νὰ ἔλθῃ...

Σὲ ἡλικία 18 περίπου ἐτῶν ὁ κ. Ἰωακεὶμ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περπάτησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ τὰ πόδια γιὰ νὰ φτάση στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» μας. Πέρασε ἀπὸ τὸ Βατοπαίδι, ὅπου θέλησαν νὰ τὸν κρατήσουν. Δὲν ἔμεινε ὅμως ἐκεῖ, ἐξ αἰτίας ἑνὸς σκανδάλου ποὺ συνέβη.

Ἀπὸ τὸ Βατοπαίδι ὁ π. Ἰωκεὶμ ᾖλθε στὴ Νέα Σκήτη, καὶ συγκεκριμένα στὴν καλύβη τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, μία ἀπὸ τὶς παλαιότερες Νεοσκητιώτικες καλύβες, ἡ ὁποία τιμᾶται μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ «Γενεσίου τῆς Θεοτόκου». Ἴσως ἐγνώριζε τοὺς γεροντάδες, τὸν γέροντά του π. Χριστόφορο, καὶ τὸν π. Συνέσιο.

Ο π. Χριστοφόρος εἶχε κάμει κοινόβιο στὸ Κουτλουμούσι, ἦταν δὲ πολὺ αὐστηρός. Ἔστελνε τὸν π. Ἰωακεὶμ νὰ δουλεύῃ ὅλη μέρα στὴν κατασκευὴ τοῦ ὑδραγωγείου. Τὴ νύχτα, ἐνῷ ὁ π. Ἰωακεὶμ διάβαζε τὸ Μηναῖο ἢ τὸ ψαλτῆρι, ἀποκοιμόταν ἀπὸ τὴν κούραση. Τότε ἔπαιρνε τὸ βιβλίο ὁ γέροντας καὶ χτυπώντας τον στοργικὰ στὴν πλάτη, τοῦ ἔλεγε:

–Πέθανε, καὶ θὰ πᾶς στὸν Παράδεισο...

Σὲ νεαρὰ ὅμως ἡλικία ὁ π. Ἰωακεὶμ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη τότε ἀρρώστεια τῆς φυματιώσεως. Ἕνα Σάββατο οἱ γεροντάδες πῆγαν στὸ κοιμητήρι καὶ τὸν ἄφησαν μόνο του στὸ σπίτι. Ὁ π. Ἰωακεὶμ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία μας νὰ μεσιτεύσῃ νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ μὴν κουράζῃ τοὺς γεροντάδες του.

Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία μας. Φαινόταν ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἐνῷ ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω βρισκόταν μέσα σὲ μιὰ φωτιὰ καὶ τοῦ εἶπε: Ὁ ἐλπίζων εἰς ἐμὲ δὲν φοβᾶται, οὔτε σὲ τούτη οὔτε στὴν ἄλλη ζωή!

Κάποτε ὁ π. Ἰωακεὶμ μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, π. Θεοφύλακτο, πῆγαν στὴν Ἱ. Μ. Ἁγ. Παύλου, στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅπου πανηγύριζε ἡ μονή. Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ ὁ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει παρεπιδημῶν ἅγιος Μηλιτουπόλεως Ἰερόθεος.

Στὴ Θεία Λειτουργία, καὶ συγκεκριμένα στὸ σημεῖο τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων δώρων, ὁ π. Ἰωακεὶμ εἶδε μιὰ λάμψη, σὰν φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἕνας προβολέας, νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν κουμπὲ καὶ νὰ ἐπισκιάζῃ τὰ Τίμια Δῶρα. Τὸ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του μὲ τὸν ὅρο νὰ μὴν τὸ πῇ πουθενὰ ὅσο θὰ ζοῦσε.

Ὁ π. Ἰωακεὶμ μὲ τὸν Μητροπολίτη Βόλου εἶχε ἀγαθὲς σχέσεις. Πήγαινε συχνὰ στὴν ἐπαρχία του, ὅπου ἐκήρυττε καὶ ἐξομολογοῦσε. Μία εὐσεβὴς κυρία, ὀνομαζόμενη Ἀνδρομάχη, ποὺ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη της ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς τὴν ὀνόμασε Ταβιθὰ καὶ Φτωχομάνα (ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ὀνομάστηκε Μάρθα, καὶ αὐτὴ ἔδωσε τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνταξη τῆς βιογραφίας τοῦ παπα–Πλάνα) διηγήθηκε στὸν π. Θεοφύλακτο, τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ π. Ἰωακείμ, τὸ ἑξῆς: Κάποια φορὰ ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας στὸν Ἅγιο Νικόλαο Βόλου, συνέβη νὰ βρίσκομαι κι ἐγὼ ἐκεῖ. Στὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, τὸν εἶδα νὰ μὴν πατάη στὴ γῆ...

Ὅταν δὲν κοινωνοῦσε ὁ ὑποτακτικός του, δὲν τὸν ἄφηνε νὰ διαβάζῃ τὴν ἀκολουθία τῆς Εὐχαριστίας τῆς Θ. Μεταλήψεως. Ἔλεγε: Ἐγὼ κοινώνησα, ἐγὼ πρέπει νὰ τὴν διαβάσω. Σὲ μιὰ θεία Λειτουργία, ἐνῷ τελείωσε καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ ἱερό, τὸν ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Τότε ὁ ὑποτακτικός του μπῆκε στὸ ἱερὸ καὶ τὸν ρώτησε παραξενεμένος: «Γέροντά μου, γιατί κλαῖς; Μήπως σὲ στενοχώρησα ἐγὼ καὶ δὲν τὸ ξέρω;».

«Ὄχι παιδί μου», τοῦ ἁπαντᾶ, «νά, θυμήθηκα τὴν Παναγίτσα μας». Ἴσως εἶδε κάτι καὶ ἤθελε νὰ τὸ σκεπάσῃ.

Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στὴν Παναγία μας, καὶ συχνὰ τὴν προσφωνοῦσε: «Παναγούλα μου, Παναγίτσα μου».

Μετὰ τὴν ἀκολουθία διάβαζαν τὴν παράκληση τῆς Παναγίας μας, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε ἀπόλυση, ἔλεγε στὸν ὑποτακτικό του: «Κάνε τώρα π. Θεοφύλακτε, ἕναν καφὲ νὰ πιοῦμε, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίτσας μας». Μποροῦσε νὰ περάσῃ μὲ ἕναν καφὲ καὶ λίγο ψωμὶ ὅλη μέρα. Ἦταν πολὺ ἐγκρατής. Νερὸ μόνο στὴν τράπεζα ἔπινε.

Μερικοὶ τοῦ ἔλεγαν: «Πνευματικέ, καὶ τὸ νερὸ νηστεύεις;». Στὸν ὑποτακτικό του ἀπαγόρευε νὰ πιῇ νερὸ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο. Τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑπομονὴ νὰ ἔχῃς μισθό. Πῶς ὑπέμεναν οἱ πατέρες;».

Τὶς ἀκολουθίες τὶς διάβαζε πάντα μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ τὸ χειμῶνα, χωρὶς ν’ ἀνάβῃ φωτιά. «Μερικές φορές», λέει ὁ π. Θεοφύλακτος, «ξύλιαζαν τὰ πόδια μου ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο. Κι ὁ γέροντας μὲ παρηγοροῦσε λέγοντας: Παιδί μου, οἱ ἅγιοι Πατέρες προσεύχονταν πάνω στοὺς στύλους, καὶ μεῖς μέσα στὸ σπίτι θέλουμε φωτιά; Ἔχουμε χρήματα νὰ πάρουμε ξύλα, ἀλλὰ καλὸ εἶναι νὰ ταλαιπωρήσουμε λίγο τὸ σῶμα μας».

Στὰ πνευματικά του καθήκοντα ἦταν πολὺ αὐστηρός. Ζηλωτὴς τῆς καθαρᾶς ἀναγνώσεως καὶ τῆς ἁρμονικῆς ψαλμῳδίας. Ἔψαλλε ἀργὰ καὶ διάβαζε ἀργὰ μὲ κατάνυξη. Μιὰ φορὰ στὸ Κυριακὸ ἕνας μοναχὸς διάβαζε γρήγορα καὶ τὸν παρετήρησε: «τί διαβάζεις γρήγορα; Ἐδῶ κάνεις προσευχή».

Στὸν ὑποτακτικό του ἔλεγε: "Μὴ διαβάζῃς γρήγορα, γιατὶ θὰ χαλάσῃς τὴ γλῶσσα σου καὶ θὰ συνηθίσῃς στὴ βιασύνη».

Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες διδαχές του!


Γίνετε συμμέτοχοι στην προσπάθειά μας!

Αποστείλετε προτεινόμενο υλικό στο ptheoxaris@yahoo.gr προς ωφέλεια των ψυχών όλων μας!