Οι προσευχές της Παναγίας - Η αναγγελία της Κοιμήσεώς της - Η σύναξη των Αποστόλων - Η παραλαβή της Τιμίας Ζώνης από τον Απ. Θωμά


Αναγνώσεις: |


Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.

Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:

Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Οι προσευχές της Παναγία μας

Η Παναγία μας όπως συχνά αρεσκόταν να πηγαίνει και να προσεύχεται στον Κήπο των Ελαιών, όπου προσευχόταν και ο Υιός Της, έτσι και στην οικία της, την Αγία Σιών, προσευχόταν πολλές ώρες με γονυκλισίες και δεήσεις για όλο τον κόσμο. Ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, γράφει σχετικά: «Αψευδέστατοι μάρτυρες των γονυκλησιών της Παναγίας είναι τα κοιλώματα στις πέτρες του πατώματος της οικίας της, όπου ολίγο ύπνο έδιδε στο σώμα της και τον περισσότερο χρόνο επιδιδόταν σε σωματικές ασκήσεις, γονυκλισίες και προσευχές..».

Ο Άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, γράφει: … «Είναι ανάγκη όμως, να ομιλήσομε και να θαυμάσουμε και σε καμία περίπτωση να μην αφήσουμε ανεξέταστα το έντονο και εύτονο και την υπερβολική μέριμνά Της, όσον αφορά την προσευχή¨ εννοώ βέβαια, τόσο το πρακτικό και σωματικό μέρος των προσευχών Της, όσο και το θεωρητικό μέρος τους, το νοερό και μεταρσιωμένο, το οποίο από την φύσιν του ενώνει κατά τρόπο υπερφυή τον νού με τον Θεόν, δια της θείας ελλάμψεως, όσων βέβαια προσεύχονται καθαρά. Αλλά τα κατορθώματα της σωματικής προσευχής Της, ή καλύτερα την ασυναγώνιστη επιμέλειά Της για τις προσευχές και τους σωματικούς αγώνες Της κατά την διάρκειά τους, το μαρτυρούν από το ένα μέρος οι σκληροί κόμποι που σχηματίστηκαν στα γόνατά Της, από την συνεχή κλήση και στάση στο έδαφος της ιεράς και παρθενικής σαρκός Της¨ από το άλλο δε, φωνάζουν κραυγαλέα αυτά τα υπερφυή και μέγιστα αθλήματά Της, οι πλάκες που ήταν στρωμένες στο σπίτι Της στην Σιών, επάνω στις οποίες συχνά έκανε τις προσευχές και γονυκλισίες Της».

***

Στον αγαπημένο τόπο προσευχής της Παναγίας, στην Μικρή Γαλιλαία του Όρους των Ελαιών
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση: Όταν ήλθε η στιγμή να τελειώσει η Παναγία την επίγεια ζωή της, μία Παρασκευή πήγε, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, όπου συνήθιζε να προσεύχεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός και η ίδια συχνά. Η Παναγία επί ένδεκα έτη καθημερινώς μετά την Θείαν Ανάληψη του Υιού της μετέβαινε στον Ιερό αυτό τόπο και εκεί προσηύχετο. Tότε δε έγινε ένα θαύμα παράδοξο. Κατά την ανάβασή της, τα δένδρα, οπού ήταν στο όρος φυτευμένα, έκλιναν την κορυφή τους σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και έτσι προσκύνησαν, και απέδωσαν κατά το πρέπον, σεβασμό και τιμή στην Kυρία και Δέσποινα του κόσμου.

Λέγεται επίσης από την παράδοση, ότι όταν πλησίαζε το πλοίο της Παναγίας το Άγιο Όρος, καταστράφηκε το μεγάλο άγαλμα του Διός που βρισκόταν στην κορυφή του Όρους και τα υπόλοιπα είδωλα συνετρίβησαν. Η κορυφή του Άθω και όλα τα δέντρα και τα σπίτια έκλιναν και προσκύνησαν προς το μέρος του λιμανιού του Κλήμεντος όπου έμπαινε το καράβι της Παναγίας.

Αφ’ ου δε η Πανάχραντος προσευχήθηκε αρκετά άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) παρουσιάζεται μπροστά της και την χαιρετά: “Χαίρε, η γεννήσασα Χριστόν τον Θεόν ημών. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου και θα αφήσης τον κόσμο και θα πορευθής εις την ζωήν την αληθινήν και αδιάδοχον”, προσφέροντάς της κλάδο φοίνικος. Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι φλεγόταν από τον πόθο να πάει κοντά στον Υιό της. Γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, θυμιά και προσεύχεται στον Χριστό να της στείλη τον Ιωάννη και τους λοιπούς Αποστόλους, για να παρασταθούν στον θάνατό της. Δίνει τα υπάρχοντά της σε δύο γειτόνισσές της χήρες. Ετοιμάζει το σπίτι και όλα τα του ενταφιασμού της. Κάλεσε τους συγγενείς και τους γείτονές Της και τους ανήγγειλε την πληροφορία που Της έδωσε ο αρχάγγελος, περί της μετάστασής Της. Μόλις το έμαθαν όλοι, θρηνούσαν και με φωνές σπαραχτικές, παρακαλούσαν την Δέσποινα, να μην τους αφήσει ορφανούς. Η Θεοτόκος τους βεβαίωσε ότι και μετά την μετάστασή Της εις τους Ουρανούς, θα φυλάσσει όχι μόνο αυτούς αλλά και όλο τον κόσμο. Η παράδοση αναφέρει ότι πρώτος φθάνει, αρπαγείς από νεφέλη, ο Ιωάννης και σε λίγο επί νεφελών και οι λοιποί Απόστολοι οι διεσπαρμένοι στα πέρατα του κόσμου, όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ακούστηκε ήχος δυνατής βροντής και συγκεντρώθηκαν πολλά νέφη, τα οποία μετέφεραν από τα πέρατα της οικουμένης, τους αποστόλους και τους έφεραν στην οικία της Παναγίας, όπου περίμενε την κοίμηση της. Μαζί με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Iερόθεος επίσκοπος Αθηνών, ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Iεράρχες, μεταφερόμενοι «επί των νεφελών».

Ολοι θρηνούσαν και έβρεχαν με δάκρυα τα πρόσωπά τους, λέγοντας : «Σε, Δέσποινα βλέποντες εμείς ζώσα και διαμένουσα στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου και Δεσπότη μας και Δάσκαλο. Επειδή τώρα μεταβαίνεις στα ουράνια, κοντά στον Υιόν σου και σε αποχωριζόμαστε, θρηνούμε και δακρύομεν, όπως βλέπεις». Τότε, η Θεοτόκος αποκρίθηκε προς αυτούς : «Ω φίλοι και μαθηταί του Υιού μου και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκρέβατου».

Όταν δε έφτασε και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, ο οποίος έπεσε στα πόδια της Θεοτόκου και την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια, λέγοντας : «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του κηρύγματός μου η υπόθεσις, διότι εγώ παρόλο που δεν είδα σωματικά τον Υιόν Σου επί της γης, όμως βλέποντάς Σε, νόμιζα ότι βλέπω Εκείνον τον ίδιο».

Την Κυριακή έρχεται με την απαστράπτουσα δόξα Του και με χιλιάδες αγγέλους ο Κύριος να παραλάβη την ψυχή της Μητρός Του. Λέγει ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης: ακολούθησε αμέσως η παράδοξη κάθοδος του Υιού της που συνοδευόταν από τους Προφήτες, τους Πατριάρχες και όλους τους Δικαίους. Μπροστά πήγαιναν οι Άγγελοι και Αρχάγγελοι και όλες οι υπόλοιπες Αγγελικές δυνάμεις.
Τότε ο αέρας και ολόκληρο το σπίτι γέμισε. Όλα εκείνα που η Παρθένος προγνώριζε, τότε τα έβλεπε μπροστά της, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος από αυτά τα θαυμάσια, ο καθένας ανάλογα με την αγιότητά του. Έτσι η δεύτερη κατάβαση έγινε ενδοξότερη και φρικωδέστερη της πρώτης, και προφανεστέρα για όσους είχαν όραση πνευματική. Δεν ήσαν μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρευρίσκονταν με φόβο, ιεραρχικά σύμφωνα με την τάξη τους… Η συνοδεία ήταν λαμπρή και πολυάριθμη, όπως άρμοζε για την άφιξη του Δεσπότη και την αναχώρηση της Δέσποινας, αλλά η θέαση αυτών που γίνονταν, όπως ήδη είπα, γινόταν μόνον από τους καθαρούς, αν και η παρουσία του Δεσπότη ήταν ακατανόητη και σ’ αυτούς τους Μαθητές και Αποστόλους που ήσαν γεμάτοι από τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που κατοικούσε μέσα τους.

Παρευρισκόταν εκεί ο Χριστός με σώμα και μορφή πλήρως θεωμένη, λαμπρότερη της αστραπής και της λάμψεώς της, από ο,τι στο Θαβώρ, αλλά μικρότερη της φυσικής της λαμπρότητας ενώ οι Απόστολοι ήσαν σαν νεκροί. Ο Κύριος αμέσως τους λέγει, “ειρήνη υμίν”, όπως άλλοτε όταν «εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων», στο ίδιο σπίτι που μαζεύτηκαν και τότε και τώρα, το σπίτι του Ιωάννη. …Η ψυχή της βρίσκεται σε μία μεγάλη συγκίνηση και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει ασυγκράτητη και τρέχει να απομακρυνθεί από το σώμα ώστε το γρηγορότερο να βρεθεί με τον Υιό της και να προσπέσει στα χέρια του και να αναχώρησει μαζί του…

Δάκρυσε, και πάλι έγινε ανώτερη των δακρύων από τη μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα, όταν είδε με σώμα εκείνον, που λίγο παλιότερα τον είδε να σύρεται, να καθυβρίζεται και να κτυπιέται, ενώ περιβαλλόταν από τόσες μυριάδες Αγγέλων, από τόση λαμπρότητα και τόση δόξα. Έβλεπε το πρόσωπο και τη μορφή εκείνου, που άλλοτε τον κορόιδευαν και τον έφτυναν, που ήταν ντυμένος την κόκκινη χλαίνα της ντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόση αξία και λαμπρότητα. Αυτόν που δεν είχε ούτε είδος ούτε ομορφιά, τώρα να αστράφτει από την ομορφιά της θεότητάς του.
Έβλεπε τον άλλοτε νεκρό που καταδικάστηκε σαν αντίθεος, Θεό και Βασιλέα και Κριτή των πάντων, αθάνατο και ανίκητο. Ω, πως ζούσε και πάλι μέσα στις αντιθέσεις, όπως τον καιρό της Σταυρώσεως. Το όραμα τη γέμιζε ευφροσύνη, χαιρόταν υπερβολικά η ψυχή της, αλλά συστελλόταν επειδή αναχωρούσε προς εκείνη τη δόξα και λαμπρότητα. Τώρα πλέον δοξολογούσε περισσότερο από πριν εκείνον που την δόξασε. Προσευχόταν για τους Αποστόλους και για όλους τους παρόντες, ικέτευε για τους πιστούς όλης της γης ή μάλλον για όλο τον κόσμο και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών. Ζητούσε να λάβει από το Δεσπότη κάποιο λόγο ή κάποιο σημείο ως εγγύηση της σωτηρίας τους, απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια εκείνα με τα οποία τον αγκάλιαζε, κινώντας τη γλώσσα και τα χείλη με τα οποία τον ασπαζόταν, θυμίζοντας τον θηλασμό του, και κλαίοντας από ευτυχία, έκαμε το παν, λέγοντας αποχαιρετιστήριους λόγους και προσευχές.

Και αφού λαμβάνει την υπόσχεσι ότι “πάσα ψυχή επικαλουμένη το όνομά της ου μη καταισχυνθή, αλλ’ εύρη έλεος και παράκλησιν και αντίληψιν και παρρησίαν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι”, παραδίδει την αγία της ψυχή στα χέρια του Υιού της.

Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, όχι από φόβο αλλά από χαρά. Ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, αντιφωνεί στην Θεοτόκο επιτάφια εγκώμια και οι λοιποί Απόστολοι. Ευθύς έβγαινε κάποια άφθονη και ανεξήγητη ευωδία, ενώ το σώμα περιβαλλόταν από πλούσιο και απλησίαστο φως, ώστε και ο αέρας γέμισε από ήχους και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστη ευωδία, το δε σώμα ακτινοβολούσε από παντού, ώστε να γίνεται κάπως αθέατο. Ο Κύριος και τα γύρω από αυτόν λειτουργικά πνεύματα πήραν τη ψυχή, ενώ οι μαθητές πήραν το θεοδόχο σώμα της Θεομήτορος, ψάλλοντας ύμνους και κρατώντας λαμπάδες, το οδήγησαν στον τάφο, στην Γεσθημανή. Ταυτόχρονα, θαύμα παράδοξο συνέβη. Ακούγονταν οι υμνωδίες των αγγέλων που γέμιζαν την ατμόσφαιρα συνοδεύοντας την νεκρική πομπή. Οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, βλέποντας και ακούγοντας αυτά, μη υποφέροντας από τον φθόνο τους, παρακίνησαν μερικούς από τον λαό, να γκρεμίσουν στη γη το ιερό νεκροκρέβατο, με το Ιερό Σώμα της Θεοτόκου. Η Θεία Δίκη όμως πρόφτασε και τους τιμώρησε και τύφλωσε όλους αυτούς, εκ των οποίων ένας εβραίος ονόματι Ιεφωνίας που τόλμησε να απλώσει τα χέρια του πάνω στο Σώμα της Παναγίας, του έκοψε τα χέρια η «σπάθη του αρχαγγέλου», που το συνόδευε, και έμειναν κρεμασμένα στην κλίνη. Μετανοεισε και κολλησαν πάλι τα χέρια του. Πίστεψαν τότε, με όλη την ψυχή τους και ζήτησαν συγχώρεση από την Θεοτόκο και αφού πήραν μικρό τεμάχιο από το ένδυμά Της το έβαλαν στους τυφλούς οφθαλμούς τους και θεραπεύτηκαν όλοι.


Αφού έφτασαν στην Γεσθημανή οι Απόστολοι, ενταφίασαν το Σώμα της Θεοτόκου και παρέμειναν τρεις μέρες στον Πανάγιο Τάφο της ακούγοντας τις μελωδίες των Αγίων Αγγέλων. Επειδή, κατά θεία οικονομία, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, μεταφέρθηκε την τρίτη μέρα με σύννεφα στην Γεσθημανή. Στους ουρανούς, ενώ μεταφερόταν στα σύννεφα, συνάντησε την Παναγία να ανεβαίνει μέσα σε Ουράνιο φως και την ρώτησε : «Πού πηγαίνεις Παναγία;» και Εκείνη του απάντησε : «Πηγαίνω στον Υιό μου» και του έδωσε την Άγια Ζώνη της. Όταν έφτασε στη Γεσθημανή, βρήκε τους Αγίους Αποστόλους κοντά στον τάφο της Παναγίας και πληροφορήθηκε την Κοίμησή Της. Οι Άγιοι Απόστολοι αποφάσισαν λοιπόν, να ανοίξουν τον Πανάγιο Τάφο και να προσκυνήσει το Σώμα της Θεοτόκου και ο Απόστολος Θωμάς. Τότε εξεπλάγησαν όλοι, γιατί βρήκαν μόνο τα εντάφια και κενό τον τάφο, έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία μετετέθη εν σώματι εις τον Παράδεισο.

Για τα γεγονότα της Κοιμήσεως Της Θεοτόκου, μας γράφει και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο βιβλίο του : «Περί Θείων ονομάτων». Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, λέγει γράφοντας προς τον Τιμόθεο .. «Κοντά σε αυτούς τους θεόληπτους ιεράρχες μας, όταν και εμείς όπως γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος και πολλοί από τους αγίους αδελφούς μας, είχαμε συγκεντρωθεί ατενίζοντας το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της Θεοτόκου. Ήταν μάλιστα παρών και ο Πέτρος, η υψηλότερη και σεβασμιότερη μορφή των θεολόγων. Έπειτα φάνηκε καλό, μετά το αντίκρισμα του θείου σώματος της Θεοτόκου, να υμνήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι ιεράρχες, όσο μπορούσε ο καθένας, την παντοδύναμη καλοσύνη της φαινομενικής αδυναμίας της ύψιστης Θεότητας. Όλους όμως τους θεολόγους τους ξεπερνούσε ο Ιερόθεος, ο οποίος την υμνούσε βγαίνοντας από τον εαυτό του, ολόκληρος όντας σε έκσταση με ολόψυχη συμμετοχή, προς αυτά που έψαλλε. Και από όλους που τον άκουγαν και τον έβλεπαν και είτε τον ήξεραν είτε όχι, θεωρούνταν ότι είναι θεόληπτος και θείος υμνολόγος».

Η Κοίμηση της Θεοτόκου εορταζόταν αρχικά στις 13 Αυγούστου και από το 460 μ.Χ. στις 15 Αυγούστου.

Στην Μικρή Γαλιλαία

Στον τόπο όπου προσεύχονταν η Θεοτόκος και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της έφερε το μήνυμα της Θείας Μεταστάσεώς της μετά τρεις ημέρες στα Ουράνια, στην κορυφή του Όρους των Ελαιών (Μικρή Γαλιλαία) έχει ανεγερθεί το παρεκκλήσιο του δευτέρου Ευαγγελισμού. Εκεί οι πιστοί προσκυνούν το σημείο όπου η Θεοτόκος προσηύχετο γονατιστή.

Στην εξωτερική βορεία όψη του Ναού είναι γεγραμμένα τα εξης εγκώμια:
«Άγγελος Κυρίου, προ τριών ημερών
παραγίνεται προς σε την Πανάμωμον
την μετάστασιν γνωρίζων σοι την σην.
Προσκομίζει κλάδον φοίνικος σοι Σεμνή
σύμβολον της σης ανυψώσεως
ο Αρχάγγελος πεμθείς εξ ουρανού.
Κλίνουσι τους κλάδους τα του όρους φυτά
και προσμένουσι το σέβας πανάχραντε
ως Δεσποίνη σοι πληρούντα την τιμήν.»

Στην νοτιοδυτική πλευρά υπάρχει ο τόπος που ασκήτεψε και τάφηκε η Οσία Πελαγία εξ Αντιοχείας (8 Οκτωβρίου 284). Εκεί υπάρχει και μια άλλη εκκλησία αφιερωμένη στους «Άνδρες Γαλιλαίους », τους Δώδεκα Αποστόλους. Σε αυτόν τον χώρο εμφανίστηκε ο Κύριος το απόγευμα της Κυριακής μετά την Ανάσταση του, στους 11 μαθητές του (Ματθ. 28,10). Στον νάρθηκα του Ναού βρίσκεται η Τράπεζα του Χριστού, κάτω από την οποία είναι το σημείο της εμφανίσεως του Κυρίου όπου συνέφαγε με τους μαθητές του, σύμφωνα με το ευαγγέλιο μέλι και ψάρι, «ψητὸν ἰχθὺν καὶ κερήθραν καὶ μέλι».

Στην ίδια κορυφή του Όρους των Ελαιών, που ονομάζεται «μικρή Γαλιλαία» υπάρχουν μοναστήρια που χτίστηκαν κατά τη διάρκεια του 4 ου και 6 ου αιώνα, έγινε ένα από τα πρώτα κέντρα μοναχισμού στην Παλαιστίνη. Ένα χριστιανικό οδοιπορικό του 6ου αιώνα αριθμεί 24 άλλα χριστιανικά ιδρύματα μεταξύ των οποίων εκκλησίες, μοναστήρια και ξενώνες για τους προσκυνητές. Τα σπήλαια του Όρους ήταν κατοικημένα από πλήθος ασκητών, κι αυτό μαρτυρείται στην Λαυσαϊκή ιστορία.

***"Πολύ λυπούμαι που δεν πιστεύεις μέσα σου
ότι οι απόστολοι πήγανε, εν πνεύματι, στην κηδεία της Παναγίας."Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Mία φορά ήρθε, στον Άγιο Παΐσιο, μία ομάδα από ιερείς και ένας θεολόγος καθηγητής.
Aφού μίλησαν, τους λέει, πηγαίνετε εσείς και θα μείνω με τον καθηγητή (ο οποίος ήταν και ψάλτης).
Του λέει ο γέροντας:
–Πολύ λυπούμαι που έχεις απιστία στην Παναγία μας, διότι όταν ψάλεις το «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε» δεν πιστεύεις μέσα σου ότι οι απόστολοι πήγανε, εν πνεύματι, στην κηδεία της Παναγίας.
Αυτός έμεινε! Λέει:
-Ναι πράγματι, δεν πιστεύω, αμφιβάλω.
Ο γέροντας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του και του λέει:
-Αυτή την ώρα θα ταξιδέψουμε μαζί και θα πάμε σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις που σπούδασες.
Πήγαν μαζί στην Αγγλία, στο Μόναχο, στο Βουκουρέστι και σε άλλες ακόμη δύο πόλεις, και σε λίγα λεπτά ήρθαν πίσω.
Και συνεχίζει ο γέροντας:
–Όπως εμείς πήγαμε μαζί, σε μια στιγμή, σε αυτές τις πόλεις που γνωρίζεις και ξέρεις, έτσι πήγαν και οι απόστολοι στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Πηγή:iconandlight

Γίνετε συμμέτοχοι στην προσπάθειά μας!

Αποστείλετε προτεινόμενο υλικό στο ptheoxaris@yahoo.gr προς ωφέλεια των ψυχών όλων μας!