Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ η πόλις που εγέννησε και ανέθρεψε τον θείον αυτόν άνδρα πρίν από την αθλητική και ασκητική του ζωή δεν μπορώ να αναφέρω με ακρίβεια και ασφάλεια. Την πόλι όμως όπου τώρα ζή και η οποία τον τρέφει με αμβροσία, την εγνώρισε πρίν από εμάς ο μέγας Απόστολος Παύλος· διότι οπωσδήποτε ευρίσκεται τώρα και αυτός σ᾿ εκείνη την επουράνιο Ιερουσαλήμ, στην οποία υπάρχει η εκκλησία των πρωτοτόκων, των οποίων «τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Εκεί χορταίνοντας τα αχόρταστα με άυλη αίσθησι και βλέποντας τα αθέατα κάλλη, απολαμβάνει τις αντάξιες αμοιβές των ιδρώτων του. Και αφού σαν άκοπο βραβείο των κόπων του εκέρδισε την ουράνιο κληρονομία, χορεύει αιώνια μαζί μ᾿ εκείνους, των οποίων πλέον «ο πούς έστη εν ευθύτητι». Πως δε κέρδισε αυτήν την μακαριότητα ο αοίδιμος, αυτό θα το εκθέσω στην συνέχεια.
Αυτός λοιπόν ο όσιος Πατήρ σε ηλικία περίπου δέκα έξ περίπου ετών προσέφερε τον εαυτόν του στον Χριστόν ως «θυσίαν ευάρεστον και δεκτήν», με το να εισέλθη στον ζυγό της μοναχικής πολιτείας στο όρος Σινά. Από αυτή δε την διαμονή του στον ορατό τόπο, πορευόταν και κατευθυνόταν πρός τον αόρατο Θεόν. Και την μέν ξενιτεία ακολούθησε σαν προστάτιδα των νοερών νεανίδων, δηλαδή των αρετών της ψυχής. Με αυτήν την ξενιτεία απέβαλε όλη την άσεμνη παρρησία και εφόρεσε την ευπρεπή ταπείνωσι και έτσι από την είσοδο ακόμη απεδίωξε τον δαίμονα της αυταρεσκείας και της εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Υπετάγη και εμπιστεύθηκε την ψυχή του εν Κυρίω στον πνευματικό του πατέρα σαν σε έναν άριστο κυβερνήτη, και έτσι ακίνδυνα εταξείδευε το μεγάλο, επικίνδυνο και τρικυμιώδες ταξείδι της παρούσης ζωής.
Τόσο πολύ δε απέθανε για τον κόσμο και τα προσωπικά του θελήματα, σαν να είχε ψυχή χωρίς λογική και χωρίς θέλησι και αποξενωμένη τελείως από τις φυσικές κλίσεις και επιθυμίες. Αν και ενωρίτερα από την ουράνια τούτη «αμάθεια» είχε αποκτήσει καλά την εγκύκλιο κοσμική σοφία-πράγμα παράδοξο, διότι ως επί το πλείστον η υπερηφάνεια της κοσμικής σοφίας εκφυλίζει την εν Χριστώ ταπείνωσι.
Αφού λοιπόν έτσι επολιτεύθηκε επί δεκαεννέα χρόνια και στολίσθηκε με τα κατορθώματα της μακαρίας υποταγής, όταν πλέον ο άγιος Γέροντας που τον επαιδαγώγησε είχε φύγει από αυτήν την ζωή, τότε εξέρχεται και ο ίδιος στον αγώνα της ησυχαστικής ζωής, κρατώντας στα χέρια του, σαν όπλα δυνατά, τις ιερές ευχές του Γέροντός του, για να καταρρίψει με αυτές τα οχυρώματα του σατανά.
Εκλέγει την παλαίστρα της ερημιτικής του ασκήσεως σε απόστασι πέντε «σημείων» (δηλαδή οκτώ χιλιομέτρων), από το Κυριακό της Μονής, στην τοποθεσία που λεγόταν Θολάς, και διαβιοί εκεί σαράντα ολόκληρα χρόνια, χωρίς οκνηρία και αμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε από τον διακαή έρωτα και την φλόγα της θείας αγάπης. – Αλλά ποιός είναι ικανός να περιγράψη και να εγκωμιάση με λόγια τους μόχθους που κατέβαλε στο μέρος αυτό ο Όσιος; Πως δε να έλθουν στην επιφάνεια όλοι εκείνοι οι κόποι, οι οποίοι εσπείροντο αφανώς χωρίς κανείς να τους βλέπει; Όμως παίρνοντας σαν μικρές αφορμές μερικά από τα γνωστά κατορθώματά του, ας ακούσουμε την οσιωτάτη ζωή του μεγάλου Οσίου.
* * *
Έτρωγε απ᾿ όλα όσα επιτρέπονται στους μοναχούς, πολύ ολίγο όμως. Έτσι ώστε με μεγάλη σοφία νικούσε συγχρόνως το κέρας της αλαζονείας και της οιήσεως. Διότι με ολίγη τροφή συνέθλιβε παντοιοτρόπως την μανιώδη και άπληστη δέσποινα, την κοιλία, και μαζί με την στέρησι της έλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλείσε δηλαδή το στόμα σου. Και με το ότι έτρωγε ολίγο και απ᾿ όλα τα φαγητά νικούσε και υπεδούλωνε την τυραννία της κενοδοξίας. Επί πλέον δε με την απόλυτη μοναξιά και την αποφυγή συναντήσεων με άλλα πρόσωπα, έσβησε την φλόγα και την κάμινο της σαρκικής επιθυμίας, μέχρι που την έκανε οριστικά στάχτη και την απεκοίμισε.
Ανδρείως ο ανδρείος απέφυγε, με το έλεος του Θεού και με την στέρηση των αναγκαίων για την συντήρησή του, και την προσκύνησι των ειδώλων, (δηλαδή την φιλαργυρία και την προσκόλλησι στα υλικά).
Τήν ψυχή του την ανέστησε από τον θάνατο που την απειλούσε κάθε στιγμή, δηλαδή από την ακηδία και την αδράνεια, κεντώντας την με το κεντρί της μνήμης του θανάτου.
Μέ την απονέκρωσι πάλι κάθε «προσπαθείας», ίσως και με κάποια αίσθησι των αύλων και ουρανίων αγαθών, έκοψε τα δεσμά της λύπης. Ενωρίτερα δε είχε θανατώσει με το ξίφος της υπακοής, την τυραννική οργή.
Μέ το σώμα που δεν έβγαινε έξω και με το λόγο που ακόμη περισσότερο δεν εξερχόταν από το στόμα του, εθανάτωσε την βδέλλα της κενοδοξίας που απλώνει παντού τον ιστό της σαν αράχνη.
Τί απέμεινε λοιπόν; Η νίκη και το βραβείο κατά της ογδόης κακίας, η τελεία δηλαδή κάθαρσις από την αντίθεο υπερηφάνεια. Την κάθαρσι αυτή την άρχισε μέν ο ίδιος με την υπακοή, σαν άλλος Βεσελεήλ, την απετελείωσε δε ο Κύριος της επουρανίου Ιερουσαλήμ, που ήλθε ο ίδιος αυτοπροσώπως και ύψωσε εναντίον της υπερηφανείας την ταπείνωσι, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να νικηθή ο διάβολος και η συμμορία του.
* * *
Αλλά και σε ποιό μέρος του στεφάνου που πλέκω να τοποθετήσω την πηγή των δακρύων του Οσίου; Χάρισμα που δεν ευρίσκεται σε πολλούς. Των δακρύων αυτών το απόκρυφο εργαστήριο σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα και είναι ένα πολύ μικρό σπήλαιο που ευρίσκεται σε κάποια άκρη, στους πρόποδες του όρους, και σε τόση απόστασι από το ιδικό του και από κάθε κελλί, όση χρειαζόταν για να φράξη τα αυτιά του στις φωνές της κενοδοξίας, να φθάνη δε μέχρι τον ουρανό με τους ολολυγμούς, με τις κραυγές και τις επικλήσεις της θείας βοηθείας και άλλα παρόμοια, σαν αυτά που παρατηρούνται σε όσους τους κτυπούν με ξίφη και πυρωμένα σίδερα και τους βγάζουν τα μάτια.
Ο ύπνος που έπαιρνε ήταν τόσος, όσος χρειαζόταν για να μη βλαφθή το μυαλό του απ᾿ την αγρυπνία. Πρό του ύπνου δέ, προσευχόταν πολύ και τακτοποιούσε τα κείμενα που έγραφε, διότι αυτό είχε σαν φίμωτρο της ακηδίας. Όλη η πορεία της ζωής του ήταν προσευχή αέναος και έρως ανέκφραστος πρός τον Θεόν. Αυτόν νύκτα και ημέρα ενατένιζε μέσα στον καθαρώτατο καθρέπτη της αγνότητός του, χωρίς να θέλη να χορτάση, ή καλύτερα χωρίς να μπορή να τον χορτάση.
* * *
Κάποιος μοναχός ονομαζόμενος Μωυσής, ένοιωσε στην καρδιά του να ανάβη από αγάπη πρός τον θεοφόρο αυτόν Πατέρα και τον εκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας για μεσίτες πολλούς από τους πατέρες, να τον δεχθή σαν μαθητή του, για να διδαχθή από αυτόν την αληθινή φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπόν με τις παρακλήσεις εκείνων, τον έκαμψε τον μακάριο, ώστε να τον προσλάβη κοντά του ως υποτακτικό.
Συνέβη δε κάποτε να τον διατάξη ο άγιος Πατήρ να μεταφέρη κατάλληλο χώμα για να καλλιεργήσουν λάχανα. Ο Μωυσής πράγματι έφθασε στον τόπο που του υπέδειξε και πρόθυμα εκτελούσε την εντολή που έλαβε. Όταν όμως πέρασε η ώρα και ήλθε το καταμεσήμερο, όποτε η ζέστη εφλόγιζε σαν καμίνι τον τόπο, διότι ήταν Αύγουστος μήνας, ο Μωυσής ελύγισε και κουρασμένος πολύ από την μεταφορά του χώματος, σκέφθηκε ότι έπρεπε ολίγο να ξεκουρασθή. (Γιά να έχη δε σκιά), ξάπλωσε κάτω από έναν τεράστιο λίθο καί, όπως ήταν φυσικό, απεκοιμήθηκε. Αλλ᾿ ο φιλάνθρωπος Θεός, ο οποίος δεν θέλει να πικραίνωνται με τίποτα οι γνήσιοι δούλοι του, επρόφθασε με τη συνήθη ευσπλαχνία του το κακό, την ώρα ακριβώς εκείνη που εκινδύνευε η ζωή του Μωυσή. Έγινε αυτό, θα σας το διηγηθώ αμέσως. Ο μέγας Πατήρ ημών Ιωάννης, ενώ καθόταν στο κελλί του, κατά την συνήθειά του, μελετώντας και συνομιλώντας με τον εαυτό του και με τον Θεόν, έπεσε σ᾿ έναν ελαφρότατο ύπνο, όποτε βλέπει κάποιον ιεροπρεπή άνδρα, που προσπαθούσε να τον ξυπνήση και σαν να τον ειρωνευόταν για τον ύπνο, του έλεγε: «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, ενώ ο Μωυσής ευρίσκεται σε κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε από τον ύπνο και άρχισε αμέσως να προσεύχεται, χρησιμοποιώντας την προσευχή σαν όπλο για την σωτηρία του μαθητού του.
Αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε ο Μωυσής, τον ερώτησε μήπως του συνέβη τίποτε το φοβερό ή ανέλπιστο. «Ένας λίθος τεράστιος –τού απήντησε εκείνος –κατά τις μεσημβρινές ώρες της ημέρας θα με επλάκωνε και θα με συνέτριβε, ενώ κοιμώμουν βαθειά από κάτω του, εάν δεν άκουγα –έτσι μου φάνηκε- την φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ένα ορμητικό και απότομο πήδημα και απομακρύνθηκα, οπότε την ίδια στιγμή είδα τον βράχο να αποσπάται και να πέφτει στο χώμα». Ακούοντας το αυτό ο τόσο ταπεινός Όσιος, δεν ανέφερε τίποτε από την οπτασία του στον υποτακτικό του, μέσα του όμως με έντονες κραυγές και αισθήματα αγάπης ανυμνούσε και ευγνωμονούσε τον Θεόν.
* * *
Ήταν ακόμη και ιατρός των κρυφών παθών ο άνθρωπος του Θεού.
Κάποτε ένας μοναχός που ωνομαζόταν Ισαάκ δοκίμαζε δυνατό σαρκικό πόλεμο και ήταν γι᾿ αυτό γεμάτος θλίψι και αθυμία. Ήλθε γρήγορα στον Όσιο και με δάκρυα και αναστεναγμούς του φανέρωσε τον εσωτερικό του πόλεμο. Ο πανθαύμαστος αφού εθαύμασε την πίστη και την ταπείνωσί του, «Έλα, αδελφέ μου -τού λέγει- να προσευχηθούμε από κοινού και ο αγαθός και ευσπλαχνικός Θεός δεν θα παραβλέψη την ικεσία μας». Δεν είχαν τελειώσει ακόμη την προσευχή τους. Ο ταλαιπωρημένος μοναχός εκείτετο με το πρόσωπο στο έδαφος. Και ο ευσπλαχνικός Θεός ικανοποίησε το αίτημα του δούλου του, και απέδειξε έτσι αληθινό τον προφήτη Δαβίδ (πρβλ. Ψαλμ. ρμδ´ 19). Ο όφις δέ, ο δαίμων δηλαδή του σαρκικού πολέμου, κτυπημένος με το μαστίγιο της θερμής προσευχής του Οσίου δραπέτευσε. Ο πρώην ασθενής αντελήφθηκε τον εαυτό του εντελώς θεραπευμένο και ανενόχλητο πλέον. Εθαύμαζε γι᾿ αυτό και γεμάτος έκπληξι ευγνωμονούσε τον Θεόν που εδόξασε τον δούλο του, και τον δούλο του που εδοξάσθηκε.
Μερικοί δε πονηροί άνθρωποι κεντημένοι από φθόνο εναντίον του αειμνήστου Πατρός, που σκορπούσε πλούσια τον λόγο της χάριτος και επότιζε όλους όσους τον επλησίαζαν με τα άφθονα νάματα της διδασκαλίας του, τον κατηγορούσαν ως «λάλον και φλύαρον», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτόν, να σταματήσουν την τόση ωφέλεια που προσέφερε.
Εκείνος δε γνωρίζοντας ότι «πάντα ισχύει εν τώ ενδυναμούντι Χριστώ» και μη θέλοντας να παιδαγωγή μόνο με τα λόγια όσους τον επλησίαζαν για ωφέλεια, αλλά πολύ περισσότερο με την σιωπή και την μελέτη του παραδείγματός του, επί πλέον δε –καθώς λέγει και η Γραφή-γιά να κόψει την αφορμή «τών ζητούντων αφορμήν», εσιώπησε για ορισμένο διάστημα και σταμάτησε το μελιστάλακτο ρείθρο του διδασκαλικού του λόγου. Και το έκανε αυτό, διότι έκρινε καλύτερο να ζημιώση για ολίγο αυτούς που επιθυμούσαν τα καλά, τους οποίους με την σιωπή ίσως θα ωφελούσε, παρά να εξερεθίση περισσότερο τους αγνώμονας εκείνους επικριτάς και να αυξήση έτσι την μανία της κακίας τους. Εκείνοι τότε εσεβάσθηκαν και εξετίμησαν την υποχωρητικότητα και την μετριοφροσύνη του ανδρός, συναισθάνθηκαν ότι έφραξαν μία πηγή τόσης ωφελείας και έγιναν αίτιοι μεγάλης βλάβης σε όλους, και άρχισαν να τον ικετεύουν και να τον παρακαλούν μαζί με τους άλλους να συνεχίση τον λόγο της διδαχής του, ώστε να μην ζημιώνωνται με την σιωπή του, εκείνοι που επιζητούσαν τα σωτήρια λόγια του.
Τότε υπεχώρησε αμέσως αυτός που δεν είχε μάθει να αντιλέγη και συνέχισε πάλι την προηγούμενη τακτική του.
Επειδή λοιπόν τόσο πολύ τον εθαύμαζαν, διότι υπερτερούσε όλους σε όλα, όλοι μαζί οι μοναχοί σαν ένα νέο Μωυσή τον ανέβασαν διά της βίας στον ηγουμενικό θρόνο. Έτσι αυτοί που εγνώριζαν να διακρίνουν καλά τις ικανότητες του καθενός, ετοποθέτησαν τον λύχνο επάνω στην λυχνία της ηγουμενίας και δεν διεψεύσθησαν στις ελπίδες τους. Διότι ανέβηκε και αυτός στο θεοβάδιστο Όρος, (όπως ο Μωυσής), εισήλθε στον άδυτο γνόφο και έλαβε την θεοτύπωτη νομοθεσία και θεωρία, προχωρώντας επάνω στις βαθμίδες της νοητής αναβάσεως. Με τον λόγο του Θεού άνοιξε το στόμα του, προσείλκυσε το Πνεύμα και άφησε να εξέλθη λόγος αγαθός από τον αγαθό θησαυρό της καρδιάς του.
Τό τέλος του επιγείου βίου του τον ευρήκε επάνω στο έργο της καθοδηγήσεως των Ισραηλιτών, δηλαδή των μοναχών. Δεν ωμοίασε όμως στον Μωυσή σε ένα σημείο: Στο ότι αυτός ασφαλώς ανέβηκε εις την άνω Ιερουσαλήμ, ενώ εκείνος –δέν γνωρίζω πως –έχασε την κάτω Ιερουσαλήμ.
* * *
Μάρτυρες αυτών που λέγω είναι όλοι όσοι απήλαυσαν από αυτόν τις απηχήσεις και τις διδασκαλίες του Αγίου Πνεύματος και εσώθηκαν, αλλά και εκείνοι που ακόμη σώζονται. Άριστος μάρτυς της σωτηρίας που προξενούσε και της διδασκαλικής σοφίας που είχε, είναι και ο νέος Δαβίδ· επί πλέον και ο καλός μας ποιμήν Ιωάννης, ο οποίος παρεκάλεσε θερμά και έπεισε τον Μέγα να κατεβή από το Σινά, να έλθη νοερώς πλησίον μας και σαν άλλος νέος Θεόπτης να μας φέρει τις θεογραφές πλάκες, οι οποίες εξωτερικά μέν περιέχουν τα πρακτικά, εσωτερικά δε τα θεωρητικά διδάγματα.
ΕΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΗΛΘΕ ΚΑΠΟΤΕ ο αββάς Μαρτύριος, ο Γέροντας του αββά Ιωάννου, στον μέγα Αναστάσιο, και εκείνος όταν τους είδε λέγει στον αββά Μαρτύριο: «Πές μου, αββά Μαρτύριε, από που είναι αυτός ο νέος και ποιός τον έκειρε μοναχό»; Και εκείνος του απήντησε: «Δούλός σου είναι, πάτερ, και εγώ τον έκειρα».«Πωπώ! αββά Μαρτύριε –τού λέγει με θαυμασμό- ποιός να το ειπή ότι Ηγούμενο του Σινά έκειρες»! Και δεν διεψεύσθη ο Άγιος, διότι ύστερα από σαράντα χρόνια έγινε Ηγούμενός μας.
Άλλοτε πάλι τον ίδιο Ιωάννη τον επήρε μαζί του ο Γέροντας, του ο αββάς Μαρτύριος, και επήγαν στον μέγα Ιωάννη τον Σαββαΐτη που έμενε τότε στην έρημο του Γουδά.
Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, σηκώθηκε έβαλε νερό, ένιψε τα πόδια του Ιωάννου και κατεφίλησε το χέρι του, ενώ του αββά Μαρτυρίου δεν του ένιψε τα πόδια. Όταν δε του εζήτησε εξήγησι γι᾿ αυτό ο μαθητής του Στέφανος, ο Γέροντας απήντησε: «Πίστευσε, τέκνο μου ότι εγώ δεν γνωρίζω ποιός είναι αυτός ο νέος. Εγώ τον ηγούμενο του Σινά υποδέχθηκα και τα πόδια του Ηγουμένου ένιψα».
Καί ο αββάς Στρατήγιος, την ημέρα που εκάρη μοναχός ο αββάς Ιωάννης, σε ηλικία είκοσι ετών, προείπε περί αυτού, ότι θα αναδειχθεί μεγάλος αστήρ.
Αλλά και κάτι πιό θαυμαστό ακόμη: Την ημέρα που εγκαθιδρύθη ως Ηγούμενός μας και είχαν έλθει στο Μοναστήρι μας εξακόσιοι περίπου ξένοι, όταν εκάθησαν στην τράπεζα και έτρωγαν, έβλεπε κάποιον με κοντά μαλλιά, τυλιγμένο με ένα σεντόνι όπως οι Ιουδαίοι, ο οποίος έτρεχε παντού και διέταζε εξουσιαστικά τους μαγείρους, τους οικονόμους, τους κελλαρίτας, και τους άλλους διακονητάς. Όταν λοιπόν έφυγε ο κόσμος και εκάθησαν οι διακονηταί να φάγουν, ανεζητείτο αυτός που έτρεχε παντού και διέταζε, και δεν ευρισκόταν. Τότε ο δούλος του Θεού, Πατήρ ημών Ιωάννης, μας είπε: «Αφήστέ τον. Δεν έκανε τίποτε το παράξενο ο κύριος Μωυσής με το να διακονήση στον ιδικό του τόπο»!
Σέ κάποια άλλη περίστασι όταν είχε πέσει ξηρασία στα μέρη της Παλαιστίνης αφού τον παρεκάλεσαν οι περίοικοι, προσευχήθηκε και έπεσε πλούσια βροχή. Και δεν είναι απίστευτο αυτό, διότι «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει ο Κύριος και της δεήσεως αυτών εισακούσεται».
Πρέπει να γνωρίζουμε και τούτο: ότι ο Ιωάννης της Κλίμακος είχε αδελφό κάποιον θαυμαστό αββά Γεώργιο, τον οποίον ζώντας ακόμη εγκατέστησε Ηγούμενο του Σινά, και ο ίδιος απεσύρθη στην ησυχία, την οποία εξ αρχής ο σοφός είχε λάβει ως σύζυγό του.
Όταν δε επρόκειτο να πορευθεί στον Κύριον ο νέος μας Μωυσής, ο οσιώτατος Ηγούμενος Ιωάννης, ευρισκόταν δίπλα του κλαίγοντας ο αββάς Γεώργιος, ο αδελφός του, και του έλεγε: «Μέ αφίνεις λοιπόν και φεύγεις; Εγώ παρακαλούσα, εσύ να προπέμψης εμένα. Διότι εγώ κύριέ μου δεν μπορώ χωρίς εσένα να ποιμάνω την συνοδία. Και τώρα αντίθετα προπέμπω εσένα»! Του απήντησε τότε ο αββάς Ιωάννης: «Νά μη λυπήσαι και να μην ανησυχής, διότι εάν βρώ παρρησία ενώπιον του Κυρίου, δεν θα σε αφήσω πίσω μου να συμπληρώσεις χρόνο». Μέσα σε δέκα μήνες απήλθε και αυτός πρός τον Κύριο.
Θείον κλίμακα, υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, πρός θεωρίας ανάγων την έλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Πηγή: users.uoa.gr
Προτεινόμενη περαιτέρω μελέτη: Η Κλίμακα (Αγ. Ιωάννη Σιναΐτη)
