Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Συνέχεια άρθρου...
Παρατηρούμε πως κεντρική μορφή του 14ου αιώνα αναδείχθηκε ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359). Τα έργα του τον κατατάσσουν μεταξύ των
μεγάλων θεολόγων και πατέρων της Εκκλησίας. Ύστερα από τις γνωστές
ησυχαστικές έριδες μας άφησε δωρεά ανεκτίμητη, ογκώδη μυστική
γραμματεία. Ο Αθωνίτης ασκητής, ύστερα από πολλούς και μακρούς αγώνες,
δικαιώθηκε από τρεις συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως 1341,1347 και 1351.
Ο σοφός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης ανανέωσε με το έργο του τις περί του
ακτίστου φωτός θείες εμπειρίες της Εκκλησίας. Το έργο του αυτό επηρέασε
βαθειά τη μετέπειτα θεολογία και τη μοναστική ζωή.
Η νίκη του αγίου
Παλαμά κατά των αιρετικών, ήταν νίκη του Αγίου Όρους, κατά των ρευμάτων
του ουμανισμού και της κυριαρχίας του ορθού λόγου και της γνώσεως, που
έθεταν την πίστη σε δεύτερη μοίρα και αλλοίωναν το νόημα της ευαγγελικής
αγάπης, προσευχής και ασκήσεως. Ο 14ος αιώνας με την παρουσία
εμπνευσμένων μορφών και με κορυφαίο τον άγιο Παλαμά δύναται να
χαρακτηρισθεί ως ο λαμπρότερος στην ιστορία της αθωνικής αγιότητος. Η
πνευματική ζωή είχε φθάσει σε υψηλό βαθμό και η αρετή των μοναχών
κυριαρχούσε[28].
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η δόξα του 14ου αιώνα ήταν μια πλούσια
δωρεά, που θα έπρεπε να φυλαχθεί στις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν.
Όμως και μέσα στους αιώνες της δουλείας ο Άθωνας δεν υστερήθη οσίων
ησυχαστών: Νήφων ο Καυσοκαλυβίτης (+1411) μαθητής των οσίων Νείλου του
Εριχιώτη, Θεογνώστου και Μαξίμου του Καυσοκαλύβη με υπερθαύμαστη άσκηση
και υψηλή θεωρητική ζωή[29],
Νείλος της Σόρας (+1508), ο οποίος χρησιμοποίησε στα συγγράμματά του
την ησυχαστική ορολογία των Αθωνιτών, την οποία παρουσίασε σε μοναχούς
και λαϊκούς, γιατί η άσκηση και η προσευχή ως μέθοδος τελειοποιήσεως του
πνεύματος είναι εξ ίσου απαραίτητη σε όλους[30], ως και ο ομόφρονας μαθητής του Ιννοκέντιος του Βολογκόντσκυ (+1521)[31], Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+1541), ο λάτρης της ησυχίας και νήψεως[32],
Θεωνάς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (+1542), όπου κατά τον άγιο Νικόδημο
τον Αγιορείτη «ησύχαζεν εκεί (στο ασκητήριό του) μόνος, μόνω τω Θεώ
προσευχόμενος και πάλιν συνήρχετο με τους μαθητάς του, παρήγορων αυτούς
πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του… συνομιλεί με τον Θεόν, και εις
την αγάπην αυτού ανεφλέγετο, είναι απόδειξις, ότι ηγάπησε τον Θεόν εξ
όλης ψυχής του, και εξ όλης καρδίας του, και εξ όλης ισχύος του, και εξ
όλης της διανοίας του»[33].
Φορέας των παλαμικών ιδεών στη Ρωσία ήταν και ο Βατοπαιδινός μοναχός
Μάξιμος ο Γραικός (+1556), ο οποίος παρά τις πικρές του περιπέτειες,
μέσα στη φυλακή έγραψε με κάρβουνο στον τοίχο κανόνα στο Άγιον Πνεύμα,
κι αναδείχθηκε για το αναμορφωτικό του έργο το πιο λαμπρό ελληνικό όνομα
στη Ρωσία[34].
Ο όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης (+1651) «καταφλεγόμενος από τον πόθον της
ησυχίας, εζήτει τόπον ερμημικώτερον και εύρων σπήλαιον κατάκρημνον και
από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας
προσπάθειας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος
μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς
δεν εγνώριζε τούτο, ει μη μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό.
Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος…
πόσας δε αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να
διηγηθή τις»[35].
Πράγματι ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»[36].
Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο
Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας υποτακτικός του
παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως πρότυπο ασκητή-ησυχαστή,
νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής,
όταν προσευχόταν «έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»[37].
Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+1745), περί
του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει
περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και προσευχών του «μετά δακρύων
πολλών και στεναγμών (έλεγε) το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,
ελέησόν με». Είχεν έργον παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν
ήτον τρόπος, και δεν εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη,
ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του»[38].
Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779), μετά εικοσαετή άσκηση στη μονή
Φιλόθεου και εσωτερική πληροφορία εξήλθε στον κόσμο και κατά τις
εθνοσωτήριες και ψυχωφελείς ιεραποστολικές του περιοδείες μοίραζε
σταυρούς και κομποσχοίνια, μιλώντας απλά αλλά μεστά, για τη δύναμη της
νοεράς προσευχής: «Να πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιον, και το
κομπολόγιόν σας να έχη τριάντα τρία σπυρία, και να προσεύχεσθε να λέγητε
το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της
Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον
δούλόν σου. Μέσα εις το Κύριε Ιησού Χριστέ, αδελφοί μου, τι θεωρεί;
θεωρεί η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας.
Και πάντες οι Άγιοι με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ επήγαν
εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και κάμνει και τον
Σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον ουρανόν, την γην, την
θάλασσαν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ ιατρεύονται κάθε
αρρωστείες. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ, οι Απόστολοι
αναστούσαν νεκρούς και ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον σταυρόν και με
το Κύριε Ιησού Χριστέ αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον
Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις
τον παράδεισον, να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι Άγγελοι»[39].
Μια τετράδα οσίων θα σταθεί στην κορυφή της δημιουργικής
πνευματικότητας του 18ου και 19ου αιώνος και θα μας δώσει ένα λαμπρό
αναγεννητικό έργο, του οποίου τους ευχύμους καρπούς γευόμαστε μέχρι
σήμερα. Πρόκειται για τους ομόφρονες νεοησυχαστές Παΐσιο Βελιτσκόφσκι
(+1794), Μακάριο Νοταρά (+1805), Νικόδημο Αγιορείτη (+1809) και Αθανάσιο
Πάριο (+1813). Οι τρεις τελευταίοι είναι και οι πρωτοστάτες του
λεγόμενου κινήματος των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό μιλούσε ζωηρά για
επιστροφή στη ζωντανή πατερική παράδοση, περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως,
συνειδητής συμμετοχής του λαού στη λατρεία, νήψεως και ασκητικότητος.
Μάλιστα οι όσιοι αυτοί ασχολήθηκαν με τη ζωή και το έργο του αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Γέροντα είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα
και μεταφραστή νηπτικών έργων. Μετά πολυετή παραμονή στον Άθωνα
επέστρεψε στη Ρουμανία, όπου στις μονές που προΐστατο, έτρεφε τους
πολλούς μοναχούς του κυρίως με τα νηπτικά έργα, που μετέφραζαν συνέχεια,
όπως τη Φιλοκαλία το 1793, και πολλά άλλα, που στη συνέχεια
μεταφέρθηκαν και στη Ρωσία και δημιούργησαν ησυχαστική αναγέννηση με
πλουσίους καρπούς. Μεταξύ των έργων αυτών διακρίνονται και έργα του
αγίου Παλαμά. Περί της νοεράς προσευχής γράφει ο όσιος Παΐσιος: Οι άγιοι
ονομάζουν την προσευχή αυτή τέχνη τεχνών. Ποιος μπορεί ν' ασχοληθεί μ'
αυτή χωρίς να διδαχτεί από έναν τεχνίτη, δηλαδή από έναν έμπειρο
καθοδηγητή; Η προσευχή αυτή είναι μάχαιρα του πνεύματος, δοσμένη απ' τον
Θεό για να συντρίψουμε τον εχθρό των ψυχών μας. Για κείνον όμως που δεν
τη χρησιμοποιεί σωστά, υπάρχει φόβος να στραφεί εναντίον του. Η
προσευχή αυτή έλαμψε σαν ήλιος ανάμεσα στους μοναχούς[40].
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γνώρισε τον μοναχισμό και τη νοερά
άθληση από τους ενάρετους εξόριστους Κολλυβάδες Γρηγόριο, Νήφωνα,
Αρσένιο και Σίλβεστρο τον Καισαρέα στην Ύδρα. Η γνωριμία του και
συνεργασία του με τον άγιο Μακάριο Κορίνθου τον Νοταρά έφερε ως μεστό
καρπό τη συλλογή και έκδοση της περίφημης Φιλοκαλίας, το 1782, η οποία
αποτέλεσε σταθμό για την Ορθόδοξη πνευματικότητα και είχε μεγάλη απήχηση
στον μοναχισμό και στον πιστό λαό, ώστε αργότερα να χαρακτηρίζει την
εποχή αυτή[41].
Η απώλεια των χειρογράφων του οσίου της εκδόσεως των Απάντων του Αγίου
Παλαμά μετά δικών του σχολίων τον έκανε κατά τον βιογράφο του «κλαίοντα
και οδυρόμενο». Κατά τον άγιο Νικόδημο: «Ο Παλαμάς εις τον ακρότατον
ανελθών και ταις θεοπτικαίς λάμψεσι καταυγαζόμενος την διάνοιαν,
σοφώτατα και θεολογικώτατα συγγράμματα τη Εκκλησία καταλείπει». Ο Γέρων
Θεόκλητος Διονυσιάτης εύστοχα παρατηρεί για τον όσιο Νικόδημο: «Τον
Παλαμάν εθεώρει ως τον εκφραστικώτερον θεολόγον του Ησυχασμού, υπέρ ου
τόσον εμόχθησε και τόσα έπαθεν επί δεκαπενταετίαν δια την Συνοδικήν του
δικαίωσιν. Εις τα έργα του ο θειος Πατήρ περισσότερον παντός άλλου
επικαλείται τον Παλαμάν, ον μνημονεύει μετά πολλού σεβασμού και αγάπης,
οσάκις πρόκειται να υποστηρίξη μίαν άποψίν του θεολογικήν, αναφερομένην
εις την Ορθόδοξον πνευματικότητα»[42].
Θ' αρκεσθούμε μόνο σε μια φράση του οσίου από το αριστουργηματικό του
Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον επί του θέματός μας· «Συνεργούντος σοι του
συνεχώς εν τη καρδία σου μελετωμένου γλυκύτατου Ιησού, θέλεις αναβή και
εις τα υπέρ φύσιν διότι ανασκαλεύων δια της νοεράς ταύτης εργασίας και
εξάγων τον χουν, και την τέφραν των παθών, και πονηρών λογισμών και
προλήψεων από της καρδίας σου, η οποία έχει εν εαυτή συγκεχωσμένον τον
σπινθήρα της υπερφυσικής χάριτος του Θεού, θέλεις εύρη και αυτόν τον
ίδιον σπινθήρα ον ήλθεν ο Χριστός βαλείν επί της γης της καρδίας, και
θέλεις χαρή επί τη ευρέσει αυτού χαράν ανεκλάλητον, και από της χαράς
σου θέλεις χύση γλυκύτατα δάκρυα[43].
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος στο προοίμιο της παραφράσεως του βίου του
αγίου Παλαμά, μεταξύ άλλων, αναφέρει πως γράφει: «από ένα θερμότατον
πόθον, όπου αισθάνομαι εις την καρδίαν μου, προς τον μέγαν εν ιεράρχαις
Γρηγόριον, τον θαυμάσιον ποιμένα της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, τον
λαμπρότατον φωστήρα, όλου του νοητού στερεώματος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας… Εφρόνει (μετά της Καθολικής Εκκλησίας δηλονότι) και όχι μόνον
εφρόνει, αλλά και πολλά έγραψε, και με όλας τας δυνάμεις ηγωνίσθη να
απόδειξη και απέδειξεν ότι πάσα θεία ενέργεια και η θεία και θεοποιός
χάρις και το φως όπου έλαμψεν ο Κύριος εις την θείαν του μεταμόρφωσιν
ήσαν και είναι άκτιστα, και δυσσεβείς και κακόφρονας απέδειχνεν
εκείνους, όπου τα εδογμάτιζαν κτιστά[44].
Παραλείποντες θαυμαστά στοιχεία βίων ιερών μορφών νεοησυχαστών
Αγιορειτών του 19ου και 20ου αιώνος, που υπάρχουν σε πολλά σύγχρονα
Γεροντικά[45],
θα σταθούμε σε τέσσερις αρκετά γνωστές μορφές των ημερών μας,
μακαριστούς πλέον και μακάριους, οι οποίοι πολλούς πολύ ωφέλησαν.
Πρόκειται για τον πολύτεκνο και καλλίτεκνο ασκητή Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (+1959)[46]
περί του οποίου γράφει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
αρχιμανδρίτης Εφραΐμ ως πνευματικός εγγονός αυτού: «Μελετώντας κανείς
τις επιστολές του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ, το πρώτο που επισημαίνει είναι
τον πόθο του, τη νοσταλγία του, την πολλή μεγάλη επιθυμία του να πείση
το συνάνθρωπό του να ασχοληθή με την ευχή του Ιησού. Γιατί όταν ήλθε
στον Άθωνα έθεσε σαν στόχο του να ζήσει όπως οι παλαιοί ασκητές»[47].
Γράφει ο Γέρων Ιωσήφ προς νέο σ' επιστολή του ενδιαφερόμενο για την
ευχή του Ιησού: «η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του
καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια. Όταν εγώ
ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ' ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται
την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί πριν σαράντα χρόνια όπου είχαν ζωή
μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε
Γέροντα και τους είχαμε οδηγούς. Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής
είναι να βιάσης τον εαυτό σου να λέγης συνεχώς την ευχήν με το στόμα,
αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα να μην προφθάνη ο νους να σχηματίζη
λογισμό μετεωρισμού. Να προσεχής μόνον στα λόγια: Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νους και το λέγει. Και
γλυκαίνεσαι ωσάν να έχης μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το
λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ. Όταν το συνηθίση ο νους και
χόρταση -το μάθη καλά- τότε το στέλνει εις την καρδίαν[48].
Ο διακριτικός και διορατικός Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991),
παρ' ότι έζησε πολλά έτη στην Αθήνα, ζούσε ζωηρά τη νοερά εργασία και
συμβούλευε «θα λες το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του
Ζώντος, ελέησόν με, με πολύ ηρεμία, απαλότητα και γλυκύτητα. Να μη
ταράζεσαι από τις διάφορες εικόνες που θα σου φέρνει ο πονηρός, ούτε να
βιάζεσαι όταν λες τις λέξεις αυτές, και να προσέχεις καλά το νόημά τους»[49].
Ζώντας αδιάλειπτα τη νοερά προσευχή συχνά έλεγε πως να λένε την
προσευχή: «Χωρίς βία και άγχος, θα τα λέτε ήρεμα, ταπεινά, με αγάπη, με
γλύκα»[50]
κι άλλοτε «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην
αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθής να προσεύχεσαι»[51].
Αν θα προσθέταμε κεφάλαια στη Φιλοκαλία, οπωσδήποτε θα έπρεπε να
θέσουμε τα έργα του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (+1994) μαθητού του αγίου
Σιλουανού του Αθωνίτη (+1938) και εξαίρετου βιογράφου του. Ο καθηγητής
Γ. Μαντζαρίδης το βιβλίο του «Περί προσευχής» χαρακτηρίζει ανεκτίμητο
θησαυρό στην Ορθόδοξη θεολογική και εκκλησιαστική γραμματεία[52].
Πράγματι το βιβλίο αυτό είναι αποκαλυπτικό των βιωμάτων του συγγραφέως:
«Η απόκτησις της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού σημαίνει
απόκτησιν της αιωνιότητος. Εις τας πλέον θλιβεράς στιγμάς της
καταρρεύσεως του φυσικού ημών οργανισμού η προσευχή, Ιησού Χριστέ,
αποβαίνει το ένδυμα της ψυχής. Όταν η δραστηριότης του εγκεφάλου ημών
παύη, πάσα δε άλλη προσευχή καθίσταται δύσκολος δια την μνήμην και την
προφοράν, τότε το φως της θεογνωσίας, όπερ εκπορεύεται από του Ονόματος
και το οποίον ενδομύχως έχομεν αφομοιώσει, θα παραμείνη αναφαίρετον από
του πνεύματος ημών…[53].
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) ζώντας στα βάθη της καθαρής του καρδιάς την
προσευχή κι αγαπώντας θερμά την ησυχία μιλούσε συχνά στους πολλούς
επισκέπτες του περί προσευχής, ως συνέχεια της προσευχής του: «Ο
άνθρωπος να συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του και να έχει εμπιστοσύνη
κι ελπίδα στο έλεος του Θεού, διότι αυτό θα τον σώσει. Έτσι
συγκεντρώνεται ο νους του κι αισθάνεται την ευχή ως ανάγκη. Έτσι αρχίζει
να λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελθέ»… και η καρδιά ξεκουράζεται»[54].
Η ησυχαστική παράδοση σε όλη την ιστορία του Αγίου Όρους ήταν και είναι
ζωντανή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι λίαν επίκαιρος σήμερα. Η
γνήσια μοναχική ζωή, είναι η εμπνευσμένη μυστική ζωή, με πλούσια και
μοναδική δημιουργία και προσφορά για όλη την Εκκλησία και τον κόσμο. Με
τη νοερά άθληση ο Ορθόδοξος μοναχός βιώνει στην εντέλεια την ενότητα της
Εκκλησίας και συνεργεί στη σωτηρία του κόσμου.
Η κύρια εργασία των μοναχών είναι η προσευχή, της οποίας η ευεργετική
δύναμη έχει απεριόριστη αξία για όλο τον κόσμο. Η αγάπη αυτών που
παρέμειναν κρυμμένοι σε σπήλαια και χαράδρες δεν ήταν λιγότερη από αυτών
που εργάσθηκαν εκτός του Όρους.
Μέσα από τις κρύπτες τους προσεύχονταν νυχθήμερα υπέρ της σωτηρίας
παντός του κόσμου. Η προσωπική τους τελείωση ήταν δύναμη για το ένα σώμα
της Εκκλησίας, του οποίου αποτελούσαν δυναμικά μέλη. Οι προσευχές τους
ήταν ανυπολόγιστης αξίας για όλη την ανθρωπότητα κι επηρέαζαν τις
εκβάσεις της ιστορίας. Οι άσημοι ασκητές βίωναν στα βάθη της καρδιάς
τους τα μυστήρια του Θεού, ήσαν οι όντως θεολόγοι. Ο άγιος Μάξιμος έλαβε
το χάρισμα της θεολογίας από τη Θεοτόκο στην κορυφή του Άθωνα. Οι θείες
ελλάμψεις του ακτίστου και ενυποστάτου φωτός, που χαρίζεται στους κατά
χάριν αξίους, ένωναν μυστικά τους νέους μαθητές του Κυρίου, τους
ησυχαστές, καθώς θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ζωή των όσιων
του Άθω Πατέρων υπογραμμίζεται από την αναγκαιότητα της πρακτικής αρετής
και ασκήσεως για να καθαρισθεί ο νους και η καρδιά και να γίνουν
δεκτικοί των θείων θεωρημάτων. Αποκορύφωμα όλων των πρακτικών ασκήσεων η
προσευχή, η αγάπη, η οποία αντικαθιστούσε την ιεραποστολή, τη
διδασκαλία και τη φιλανθρωπία. Μόνη η προσευχή καταξίωνε τον σκοπό της
αναχωρήσεως από τον κόσμο. Θεολογία και προσευχή δεν αποτελούν κάτι
ανεξάρτητο. Υπάρχει ενότητα πλήρης στην πράξη ως μία θεωρητική ζωή
προσιτή σε όλους. Η Εκκλησία σήμερα καλείται να μελετήσει ιδιαίτερα την
πλούσια ησυχαστική της παράδοση και πρώτος ο μοναχισμός και μάλιστα ο
αθωνικός.
Κλείνω με τα θεόπνευστα λόγια του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Εγώ
εγνώρισα ότι η προσευχή είναι εύκολος, επειδή βοηθεί η χάρις του Θεού. Ο
Κύριος αγαπά ημάς υπερβαλλόντως, και δια της προσευχής καταξιοί ημάς να
συνομιλώμεν μετ' Αυτού και να μετανοώμεν και να δοξολογώμεν Αυτόν.
Αδυνατώ να περιγράψω οπόσον πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος. Δια του Πνεύματος
του Αγίου γνωρίζεται η αγάπη αυτή, και η ψυχή του προσευχομένου γνωρίζει
το Άγιον Πνεύμα»[55]
γ. Μωυσής ο Αγιορείτης (+ 2014)
Σημειώσεις:
27.
Εκ των του Καλλίστου Καταφυγιώτου συλλογιστικών και υψηλοτάτων
κεφαλαίων τα σωζόμενα, Φιλοκαλία, τόμ. Ε', Αθήναι 1963, σ. 33. Σ.
Παπαδόπουλου, «Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης», Θ. Η. Ε. (1965), στ. 264.
28.
Θ. Χατζησταύρου. Αι περί των ησυχαστών της ΙΑ' εκατονταετηρίδος και της
διδασκαλίας αυτών έριδες, Λειψία 1905. Γ. Παπαμιχαήλ, «Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και Βαρλαάμ ο Καλαβρός», Εκκλησιαστικός Φάρος
(1908), σ. 297-339. Του αυτού, «Αι ησυχαστές και έριδες του ΙΔ' αιώνος»,
Εκκλησιαστικός Φάρος 5 (1910), σ. 385-425. Χ. Παπαδόπουλου, «Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και η λατινική Εκκλησία», Γρηγόριος Παλαμάς 7
(1913), σ. 345-354. Θ. Καστανά, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο
μυστικισμός των ησυχαστών. Θεσσαλονίκη 1939. Π. Χρήστου, «Περί τα αίτια
της ησυχαστικής έριδος», Γ. Π. 39 (1956), σ. 128-138. Του αυτού,
Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον ΙΔ΄
αιώνα. Θεσσαλονίκη 1957. Του αυτού, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα.
Θεσσαλονίκη 1962. G. Schiro, Ο Βαρλαάμ και η φιλοσοφία εις την
Θεσσαλονίκην κατά τον ΙΔ' αιώνα, Θεσσαλονίκη1959. Jean Meyendorff, Ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Ορθόδοξη Μυστική Παράδοση. Αθήνα 1983.
Δ. Κουτσουρή, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η αντιησυχαστική κακοδοξία
του ΙΔ' αιώνα, Αθήνα 1996.
29. F. Halkin, «La vie de Saint Niphon», An. Boll. 58 (1940).
30. Βασιλείου Grolimund Μοναχού, Του εν οσίοις πατρός ημών Νείλου Σόρσκυ, Άπαντα τα σωζόμενα ασκητικά, Θεσσαλονίκη 1985.
31. Martin Jordan, «Ιννοκέντιος όσιος», Θ. Η. Ε. . τόμ. 6 (1965), στ. 903-904.
32. Αποστόλου Γλαβίνα, Ο άγιος Διονύσιος ο Ολυμπίτης, Θεσσαλονίκη 1985.
33. Νέον Εκλόγιον, σ. 385.
34. Γ. Παπαμιχαήλ., Μάξιμος ο Γραικός ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων. Αθήναι1950. Β. Φειδά, Θ. Η. Ε., τόμ. 8 (1966), στ. 627-632.
35. Ματθαίου Λαγγή, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 5, Αθήναι 51974, σ. 180-182.
36. Κοσμά Βλάχου διακόνου, Η χερσόνησος τον Αγίου Όρους Άθω, Βόλος 1903. σ. 110.
37. Σ. Παπαδόπουλου. Θ. Η. Ε., τόμ. 1, στ. 1174-1175.
38.
Βίος και Πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιεροθέου. Νέον
Εκλόγιον, ό. π., σ. 354. Α. Γριτσόπουλου. «Ιερόθεος ο Ιβηρίτης», Θ. Η.
Ε., τόμ. 6 (1965). στ. 800-802.
39. Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 191996. σ. 289.
40.
Πέτρου Μπότση. Οσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Αθήνα 1990, σ. 192. Α.
Ταχιάου, Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) και η ασκητικοφιλολογική
σχολή του, Θεσσαλονίκη 1964.
41.
Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, συνερανισθείσα παρά των αγίων και
θεοφόρων πατέρων ημών, εν ή δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής
φιλοσοφίας, ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται, επιμελεία μεν
ότι πλείστη διορθωθείσα, νυν δε πρώτον τύποις εκδοθείσα δια δαπάνης του
τιμιωτάτου και θεοσεβεστάτου κυρίου Ιωάννου Μαυροκορδάτου, εις κοινήν
ορθοδόξων ωφελείαν. Ενετίησιν 1782, Αθήναι 21893, Αθήναι 31957,
Θεσσαλονίκη 41984. Κωνσταντίνου Παπουλίδη, «Σύμμεικτα περί Φιλοκαλίας
και του Ευεργετινού», Μακεδονικά 10 (1970), σ. 291-293. αμφιλοχίου
Ράντοβιτς αρχιμ., Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVΙΙ και XIX αι. και οι
πνευματικοί καρποί της. Αθήναι 1984.
42. Θεοκλήτου Διονυσιάτου Μοναχού, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ο Βίος και τα έργα του 1749-1809. Αθήναι 1959. σ. 208.
43. Νικόδημου Αγιορείτου. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Αθήναι, δ. χ. σ. 127.
44. Αθανασίου Πάριου ιερομ., Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άντίπαπας, Θεσσαλονίκη 1981. σ. 19,25.
45.
Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Θεσσαλονίκη 1991. Του
αυτού, Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1992. Ιωσήφ
Βατοπαιδινού Μοναχού. Οσίων μορφών αναμνήσεις. Θεσσαλονίκη 1995.
Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας. Ωρωπός 1981. Αντωνίου
ιερομ., Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ' αιώνος, τόμ. Α' Ορμύλια 1994. τόμ. Β'
1995. Βασίλειου Σκιαδά. Σύγχρονες οσιακές μορφές, Αθήνα 1995. Διονυσίου
Τάτση πρεσβ., Διδαχές Γερόντων, Κόνιτσα 1996. Λαζάρου Διονυσιάτου
Μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1997. Νικολάου Ζαχαριάδη.
Εμπειρίες από τον αμίλητο κόσμο τον Άθω, τόμ. Α', Πύργος 1997. τόμ. Β'
1999. Παϊσίου Μοναχού, Αγιορείται πατέρες και αγιορείτικα, Σουρωτή
31994. Αλεξίου Παναγοπούλου, Άγνωστες οσιακές μορφές Αγιορειτών του 19ου
αιώνα, Αθήναι 1994. Βλασίου μοναχοί, Αθωνικόν Λειμωνάριον, Λάρνακα
1998. Ανωνύμου ησυχαστού. Νηπτική θεωρία, Θεσσαλονίκη 1979. Ιωαννικίου
Μπαλάν ιερομ., Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985. Γαβριήλ
Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1959. Ανδρέου
Μοναχού. Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμ. Α', Αθήναι 1979. τόμ. Β' 1981.
Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ. Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον
Άθω, Άγιον Όρος 1999. Μωυσέως Αγιορείτου Μοναχού. Αγιορείτικες διηγήσεις
του Γέροντος Ιωακείμ, Θεσσαλονίκη 21998.
46.
Ιωσήφ Βατοπαιδινού μοναχού, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Θεσσαλονίκη
41996. Του αυτού. Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η Πατερική Παράδοσις,
Αθήνα1997.
47.
Εφραΐμ Αρχιμ. Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο
Ησυχαστής και η διδασκαλία του περί νοεράς προσευχής μέσα από τις
επιστολές του, Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο Ιεράς Μητροπόλεως
Δημητριάδος, 10-5-1999.
48. Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, Άγιον Όρος 41992. σ. 35-36.
49. Αναστ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1992, σ. 55.
50. Κων/νου Γιαννιτσιώτη. Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σ. 48-49.
51. Ό. π., σ, 59.
52. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Περί προσευχής», Πρωτάτον 45. σ. 24.
53. Σωφρ. Σαχάρωφ αρχιμ. Περί προσευχής. Έσσεξ Αγγλίας 1993, σ. 163-164.
54. Διονυσίου Τάτση. Ο Γέροντας Παΐσιος, Κόνιτσα 1995, σ. 93-94.
55. Αρχιμ. Σωφρονίου. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Θεσσαλονίκη 81999. σ. 381.
Πηγή: oodegr.com
