Αναζήτηση στο Άγιον Όρος (Γ'-Μέρος)

Συνέχεια...
Ο Ηγούμενος της Μονής Ξενοφώντος έχει καταπληκτική φωνή κι όταν ψέλνει, γεμίζει το καθολικό ως πάνω. Ένας γέροντας με μακριά κάτασπρα γένια και βλέμμα αυστηρό, που αφήνει από κάτω την καλοσύνη να ξεχειλίζει. Μα όταν ψέλνει, σε κάνει να ριγάς, γεμίζει την ψυχή σου που φτερουγίζει. Φωνή γλυκιά και όμορφη, στεντόρεια, σταθερή και στιβαρή, μα πάνω απ’ όλα αισθαντική, πηγαία, αβίαστη, αρμονική με το χώρο, αποδίδει καθαρά τα λόγια του ύμνου μα και το πνεύμα του, τις βαθύτερές του προεκτάσεις, χαϊδεύει τις εικόνες, το μαρμάρινο τέμπλο και φεύγει προς τον ουρανό. Μειλίχια φωνή, ένα χάρισμα αφιερωμένο στο μοναδικό δωρητή.

Μετά τη Θεία Λειτουργία είχε παράκληση κι ύστερα τράπεζα. Δυνατό κόκκινο κρασί συνόδευε το φαγητό. Μας έδειξαν ένα πραγματικά εντυπωσιακό μουσείο μνημείων της Μονής, που το καθένα είχε τη μοναδικότητά του. Τα δύο μεγαλύτερα φορητά ψηφιδωτά που σώζονται με παραστάσεις του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Εικόνες ενός αγιογράφου Αντωνίου, που είχε μια παράξενη τεχνική φωτοσκίασης από τα αριστερά και πάνω κι ένιωθες τους Αγίους σαν να βγαίνουν απ’ το σκοτάδι. Ή μήπως αποσυρόταν στο σκοτάδι; Είδαμε σπάνια χειρόγραφα χιλίων και παραπάνω ετών με τις υπογραφές αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, τα ονόματα των οποίων συχνά τα αναφέρω στο σχολείο, στο μάθημα της Ιστορίας. Είδαμε έναν ολόχρυσο σταυρό με εξαιρετική τεχνική και λεπτομέρειες που προκαλούν το θαυμασμό, που φτιάχτηκε στα Γιάννενα το 18ο αιώνα. Είναι ωραίο ν’ αφήνεις κάτι πίσω σου, κάτι που να προκαλεί συναισθήματα και θαυμασμό και να ζεις έτσι κι εσύ μέσα απ’ αυτό, σαν να ταξιδεύεις στην αιωνιότητα. Πολλές φορές το σκέφτηκα… Είμαστε ξεχωριστοί, γιατί έχουμε τη λογική, μα το ταλέντο και η αυταπάρνηση είναι αυτό που διακρίνει τους σπάνιους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή μας τυχαίνει. Μπορούμε να τη ζήσουμε όπως τη θέλουμε, μπορούμε και να τη χαλάσουμε αν θέλουμε, μα είναι μόνο μια ζωή. Και υπάρχουν κάποιοι που δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτε, γιατί ζουν με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο. Θυμάμαι είχα γράψει κάποτε:

«Κι αυτό είναι το χειρότερο να μην μπορέσεις να κάνεις ούτε ένα σωρό με πέτρες σαν τάφο στη ζωή σου…»

Βάδισα παραλιακά για τη Μονή Δοχειαρίου. Μεγάλες πολύχρωμες πέτρες στην άκρη της θάλασσας. Πήρα μετά ένα μονοπάτι. Μικρές ξύλινες πινακίδες με οδηγούσαν. Πέρασα ανάμεσα από ελιές και σκόρπιες καρυδιές και συκιές. Έφτασα περίπου μία ώρα μετά. Όλοι οι καλόγεροι που είδα εκεί ήταν υπερβολικά αδύνατοι και κουρασμένοι. Φαινόταν στα μάτια τους. Με κέρασε ένας γέρος πολίτης τσίπουρο και λουκούμι. Ζήτησα να πάω στο ναό. Ήρθε ένας νεαρός καλόγερος μαζί μου. Καταπληκτικές αγιογραφίες του 16ου αιώνα της Κρητικής Σχολής. Ολόκληρος ο τοίχος του νάρθηκα με μια παράσταση φυτού που έκανε καμπύλες και σε μικρούς κύκλους που σχηματιζόταν ήταν μορφές Αγίων. Στον κυρίως ναό δύο μεγάλες εικόνες της Παναγίας με πολλά χρυσά αφιερώματα, θαυματουργές και οι δυο. Ζήτησα απ’ το μοναχό να μ’ αφήσει να τις φωτογραφίσω. Αρνήθηκε. Επέμεινα να φωτογραφίσω τουλάχιστον τη μεγάλη τοιχογραφία του πρόναου. Αρνήθηκε και πάλι μ’ έναν πολύ γλυκό τρόπο που με αφόπλισε. Είπα μόνο «Επομένως, για να ξαναδώ αυτή την τοιχογραφία, πρέπει να ξανάρθω…». Συμφώνησε, χαμογελώντας ταπεινά και κοίταξε χαμηλά.

Έχει ένα πηγάδι έξω απ’ το ναό. Φτάνει πολύ βαθιά και βγάζεις αγίασμα μ’ έναν κουβά. Ήπια κι έβρεξα και το πρόσωπό μου. Όλα πέτρινα εδώ. Στενοί δρόμοι, τοίχοι ψηλοί. Όμορφο μοναστήρι. Ήμουν μόνος μου. Έβγαλα κρυφά μια φωτογραφία το πηγάδι. Ήθελα κάτι να δένει τις αναμνήσεις μου μ’ αυτό το μέρος. Κοίταζα γύρω μου. Κι εδώ σιωπή. «Τι ψάχνω, σκεφτόμουν, τι κάνω εδώ; Ξέρω πως είναι καλά. Δεν χρειάζεται ίσως να τον δω. Και πιθανόν να μην τον δω. Μου φτάνει που επικοινώνησε μαζί μου. Θα το πω και στους γονείς μας να πάψουν πια να τον θρηνούν».

Ζήτησα απ’ το νεαρό μοναχό να μιλήσω με τον πατέρα Ευφραίμ. Μου είπε να περιμένω στο αρχονταρίκι. Μετά από δέκα περίπου λεπτά ήρθε ένας γέροντας με πυκνά πάλλευκα γένια, σαν εκείνον το γερό-χρόνο στα βιβλία του Δημοτικού. Τα φρύδια του σηκωνόταν στις άκρες και το μέτωπό του βαθύ, ανάγλυφο. Τον χαιρέτησα. Το χέρι του σκληρό και ροζιασμένο σαν του παππού μου, που πέρασε όλη τη ζωή του με τον κασμά και το λισγάρι. Και η φωνή του ταίριαζε στην όψη του, βαριά κι επιβλητική.

«Του μοιάζεις τόσο πολύ, μου είπε. Έτσι ήταν κι εκείνος. Σαν να τον βλέπω τώρα μπροστά μου».

«Γνωρίσατε τον αδερφό μου; Ρώτησα γεμάτος αγωνία. Πότε; Πώς ήταν; Πού βρίσκεται τώρα;»

«Εγώ τον κράτησα στο μοναστήρι για ένα περίπου μήνα. Πονούσε πολύ. Ήταν ένα πληγωμένο αγρίμι. Περάσαμε ώρες πολλές συζητώντας. Το μίσος τον έτρωγε. Αν έβγαινε έξω, θα σκότωνε και θα καταστρεφόταν η ψυχή του. Εδώ ημέρεψε. Βρήκε το καταφύγιό του και τη γαλήνη που του έλειπε. Τον έστειλα και σ’ άλλα μοναστήρια. Μετά έμαθα ότι ήταν δόκιμος στη Μονή Ξηροποτάμου. Ήμουν και στη χειροτονία του».
Κοίταξα ξανά τα χέρια του. Ήθελα να τα σφίξω και να τα φιλήσω.

«Μου είχε πει ότι έφυγε χωρίς να σας πει πού πάει. Του ζήτησα επανειλημμένως να σας ειδοποιήσει. Δεν θέλησε. Το είδε σαν δοκιμασία. Δεν ήθελε άλλους δίπλα του κι εσείς θα τον μπερδεύατε. Παράξενος ο Θεός! Μεγάλη η χάρη του, πολλοί οι δρόμοι για να βρεις την πίστη σου!»

Πολύ βαθιά και σφαιρική παιδεία είχε αυτός ο γέροντας. Χωρίς να ξεφεύγει απ’ τη γραμμή της πίστης του, απαντούσε σ’ ό,τι κι αν τον ρωτούσα. Καταγόταν από Πολίτικη οικογένεια, μοναχοπαίδι, πλούσια πολύ η οικογένειά του. Τα παράτησε όλα κι από είκοσι δύο χρονών ήρθε στο μοναστήρι. Όλοι τον θεωρούσαν άγιο άνθρωπο και πράγματι όλα ισορροπούσαν γύρω του.

Έπρεπε να επισκεφτώ τη Μονή Ξηροποτάμου. Κοίταξα στο διαμονητήριο. Δεν έγραφε κάτι. Την επόμενη όμως μέρα θα έπρεπε να αναχωρήσω. Η Μονή Ξηροποτάμου θα ήταν ο τελευταίος μου σταθμός. Έφυγα το πρωί ξανά από τη Μονή Ξενοφώντος για τη Δάφνη κι από κει με τα πόδια περίπου μια ώρα δρόμος. Ένιωθα ότι είχα πια καιρό στο Άγιον Όρος. Ο αρχοντάρης με δέχτηκε πολύ ευγενικά.

«Μπορείτε να μείνετε απόψε εδώ, μου είπε. Θα ενημερώσω τον Ηγούμενο».

Εδώ υπάρχει το μεγαλύτερο κομμάτι τιμίου ξύλου που σώζεται, δωρισμένο δέκα αιώνες πριν από κάποιο βυζαντινό αυτοκράτορα, Λακαπηνός νομίζω ότι είναι το όνομά του.

Πολυτελέστατος ο χώρος στο αρχονταρίκι. Πέτρινοι μεγάλοι τοίχοι, μάλλινα υφάσματα κρεμασμένα, ξύλινα ταβάνια. Απόλυτη ησυχία. Είναι περασμένες δύο το μεσημέρι. Σε δύο ώρες έχει εσπερινό. Τα ρολόγια πηγαίνουν τεσσερισήμισι ώρες μπροστά. Ακολουθούν τη Βυζαντινή ώρα.

Πήγα στον εσπερινό. Ο ναός πολύ μεγάλος. Το μεγαλύτερο καθολικό του Αγίου Όρους. Μαρμάρινοι θρόνοι. Το τέμπλο φτιαγμένο από καφέ όνυχα. Καταπληκτικά ξυλόγλυπτα. Τοιχογραφίες απ’ την Αποκάλυψη. Το τέρας με τα εφτά κεφάλια. Το σημάδι στο μέτωπο του αντίχριστου. Καταπληκτική ακουστική κι ένας καλόγερος με ουράνια φωνή.

Σ’ αυτό το ναό μπαίνει αρκετό φως απ’ τον τρούλο. Ο Χριστός στην κορυφή του θόλου είναι πολύ ανθρώπινος, μ’ ένα γαλήνιο χαμόγελο, με όμορφα κεντητά σχέδια στα ρούχα του. Αυστηρότητα στο τυπικό της Λειτουργίας. Απόλυτη σιγή. Οι μοναχοί με ράσα κλαρωτά. Όλα καθαρά εδώ μέσα. Εντυπωσιάστηκα απ’ την τάξη. Όλοι έχουν το ρόλο τους και κάνουν τη δουλειά τους με ηρεμία. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο άναβαν κι έσβηναν τα καντήλια.
Ύστερα πήγαμε είχε τράπεζα. Χταπόδι με μανέστρα, μπρόκολο, τυρί, κρασί λευκό, τέλειο! Μόνο που έτρωγα αργά, για να το απολαύσω και δεν πρόλαβα να τελειώσω. Είπαμε, ετούτοι εδώ είναι αυστηροί. Δεν χωράνε εδώ απολαύσεις.

Μετά μου έδειξαν ιερά λείψανα από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στην άκρη υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός με το κομμάτι τιμίου ξύλου που λένε ότι είναι το μεγαλύτερο που σώζεται. Έχει και μια απ’ τις τρύπες των καρφιών που έμπηξαν στο σώμα του Χριστού. Αυτή βρισκόταν χαμηλά στο σταυρό. Φίλησα αυτό το σημείο. Κράτησα περισσότερο εκεί τα χείλη μου, σαν να έπαιρνα ζωή, ανάσαινα το άρωμά του. Έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωσα να με κυριεύει ρίγος, σαν να μπήκε φως μέσα μου, σκαρφάλωσε στη σπονδυλική μου στήλη, μπήκε στο μυαλό μου και έφεξε μέσα μου. Τη νιώθω αυτή την αίσθηση και τώρα που γράφω. Ελπίζω ποτέ να μην τη χάσω…

Τι άνθρωποι θεέ μου είναι αυτοί! Αφιερώνουν τη ζωή τους σ’ ένα σκοπό τόσο αφηρημένο. Αγωνίζονται να κερδίσουν την αιώνια ζωή μετά το θάνατό τους. Προσφέρουν μόνο στους άλλους. Δεν έχουν φιλοδοξίες, όνειρα, ξαφνικές χαρές, ξαφνικές λύπες, δεν φτιάχνουν οικογένειες, δεν έχουν παιδιά. Από κανέναν τους δεν θα μείνει απόγονος κι όμως αιώνες τώρα τα μοναστήρια έχουν μοναχούς. Τι είναι αυτό που τραβάει κάποιον να ζήσει εδώ; Κι εμένα η ιδέα του μοναχισμού μού πέρασε κάποιες φορές απ’ το νου, αλλά σαν ιδέα, όχι σαν σκοπός. Σίγουρα εδώ νιώθεις ασφάλεια και καθόλου άγχος. Υπηρετείς και σε υπηρετούν. Δουλεύεις και η αμοιβή σου είναι ηθική. Και κάθε μέρα ώρες ολόκληρες στο Καθολικό. Κι ύστερα μόνος σ’ ένα στενό δωμάτιο. Δεν έχουν αναμνήσεις αυτοί οι άνθρωποι; Κάτι που να τους πονά; Κάτι που να περιμένουν; Προσεύχονται συνεχώς, κρατάνε τα κομποσκοίνια, μετρούν τις σκέψεις τους και λένε συνέχεια προσευχές. Κι έχει το βλέμμα τους μια διαύγεια κι η φωνή τους μια πραότητα. Μα η ψυχή τους; Είναι τόσο καθαρή στην πραγματικότητα; Ο πόλεμος μέσα τους; Οι αμφιβολίες; Πώς μπορείς να κλείσεις ερμητικά μια πόρτα και να φύγεις σκυφτός; Τι έργο επιτελούν τελικά αυτοί οι άνθρωποι; Πάντως και μόνο να σκεφτεί κανείς πόσοι άνθρωποι επισκέπτονται κάθε χρόνο τα μοναστήρια και πόση γαλήνη παίρνουν μαζί τους φεύγοντας, αρκεί!

Διάβασα απόψεις των επισκεπτών στην Μονή Ξηροποτάμου γραμμένες σ’ ένα ογκώδες βιβλίο. Τι λόγια! Τι ευχαριστίες! Έγραψα κι εγώ κάτι. Θα μείνει πίσω μου να θυμίζει αυτό το ταξίδι. Έψαξα πιο πίσω. Δυόμισι χρόνια πριν. Τίποτε. Ήρθε σαν επισκέπτης, μα δεν έφυγε.

Τελευταία βραδιά στο Άγιο Όρος. Ξύπνησα μόνος μου πριν τις 3.00. Πήγα στο Καθολικό. Απόλυτη σιωπή και κάτι ίσκιοι να διαβάζουν προσευχές. Ελάχιστο φως. Κάθισα σ’ ένα γωνιακό παγκάρι, ένα με το σκοτάδι. Μπροστά μου μια εικόνα της Παναγίας φωτιζόταν από ένα καντήλι. Έβλεπα μόνο τα μάτια της. Ένιωσα να με κοιτά αληθινά. Σαν ν’ άπλωσε τα χέρια της κι έπιασε τα δικά μου. Κι ήταν σαν να μ’ άγγιζε αέρας ζεστός. Ένας νεαρός καλόγερος μπροστά μου σβήνει το μανουάλι με ευλάβεια και προσοχή. Το φως ζωγραφίζει το πρόσωπό του. Πίσω μου μια τοιχογραφία. Στο κάτω μέρος μια επιγραφή: Άγιος Ιωνάς εκ Κύπρου. Οκτώβριος 1745. Κάθε βράδυ χίλια χρόνια τώρα η ίδια Λειτουργία, τα ίδια λόγια, ψαλμωδίες, ημίφως, κατάνυξη. Κάθε βράδυ. Μόνο τα κορμιά των μοναχών αλλάζουν, τίποτε άλλο, ούτε καν το βλέμμα τους. Μια αέναη πορεία προς την πλήρωση, ένα ατέλειωτο τραγούδι στην Παναγία, μια αστείρευτη αγάπη κι ατσάλινη θέληση, απάρνηση κι υποταγή στο πνεύμα. Εδώ πράγματι νιώθεις μικρός και συνάμα τόσο μεγάλος!

Αφού τέλειωσε η λειτουργία έμεινα τελευταίος. Θέλησα να ρωτήσω ξανά τον αρχοντάρη, τι όμως; Είδα πια την αλήθεια. Έκανα το ταξίδι μου. Νιώθω να με μαγνητίζει η ατμόσφαιρα. Αν ήταν εδώ θα είχε δει το όνομά μου, θα με γνώριζε ίσως στο Καθολικό, στην τραπεζαρία έστω. Τόσο καιρό περίμενα, θα μπορούσα ίσως να περιμένω και λίγο ακόμη. Στο γράμμα του το έλεγε καθαρά:

«Θα πας στη Μονή Αγίου Γρηγορίου και μετά ακολούθησε την καρδιά σου και τα σημάδια. Θα σε βρω εγώ πριν από σένα, αν θέλει ο Κύριος». Απόρησα τότε, μα τώρα καταλαβαίνω σιγά – σιγά το λόγο. Ήθελε να μου μιλήσουν πρώτα οι εικόνες, η ατμόσφαιρα, η κατάνυξη, τι πιο πειστικό επιχείρημα; Ήθελε να δω και να νιώσω. Δεν τον ενδιέφερε να με πείσει. Δεν είχε άλλωστε πια κανένα νόημα. Ήθελε να γευτώ τη μαγεία. Εμπιστευόταν περισσότερο την ψυχή παρά τη λογική. Και είχε δίκιο. Απ’ την αρχή έψαχνα σημάδια, που έγιναν λόγια, επιχειρήματα, αποφάσεις. Στην αρχή σε κάθε σκυφτό κορμί που με πλησίαζε έβλεπα αυτόν. Μετά συνήθισα, αφομοιώθηκα. Είπα θα με βρει αυτός. Εγώ ξεχωρίζω εδώ μέσα. Κι άρχισα να νιώθω παρά να ψάχνω. Κι άρχισα να τον καταλαβαίνω, να τον ζηλεύω. Ένας φόβος και μια απορία, που έγινε αποδοχή και θαυμασμός.

Μόλις ήπια νερό απ’ το μεταλλικό ποτήρι κι έκανα να φύγω, ένα χέρι ζεστό μ’ έπιασε απ’ τον ώμο. Γύρισα ξαφνιασμένος. Ήταν αυτός! Ο αδερφός μου, η ψυχή μου! Τον γνώρισα, κοιτώντας τα μάτια του, το ένιωσα απ’ τις μικρές αστραπές που γυάλιζαν μέσα τους. Τον αγκάλιασα σφιχτά μ’ όλη μου τη δύναμη. Πόσο όμορφα μύριζαν τα μαλλιά του! Ένιωσα να δακρύζω. Δάκρυσε κι αυτός. Με πήρε πιο δίπλα. Δεν άφηνε στιγμή τα χέρια μου. Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι θα τον μαλώσω, μόλις τον δω. Εξαφανίστηκε χωρίς ένα δείγμα, ένα γράμμα, κάτι. Τον θεωρήσαμε νεκρό. Η μητέρα μας φορούσε πια μαύρα. Σκεφτόμουν ότι θα τον μεταπείσω να γυρίσει. Μα μετά απ’ αυτό το βάπτισμα τι να βρω να πω; Τι να βάλω στο ζύγι πιο βαρύ απ’ αυτό που με μάγεψε; Είπα μόνο: «Χαίρομαι που είσαι καλά!». Και ήταν καλά. Το έβλεπα στο καθαρό του βλέμμα, στο λαμπερό του χαμόγελο, στον αέρα που ανάδευε γύρω του.

Του είπα για τα παιδιά μου. Αυτός με ρώτησε πρώτος. Του έλειψαν. Ευτυχώς είναι αγόρια και θα τα φέρω κάποια στιγμή να τους δει. Του είπα για το χωρισμό μου. Λυπήθηκε. Για τη νέα μου ζωή. Για τη μάνα και τον πατέρα. Δεν τους είχα πει πως θα τον αναζητούσα εδώ. Φοβήθηκα τις ψεύτικες ελπίδες. Θα τους τηλεφωνούσα σε λίγο. Δεν άξιζε να τον θρηνούν πια και να ζουν στη θλίψη.

«Σε ζηλεύω, του είπα σε μια στιγμή, αλλά εγώ δεν θα το ‘κανα. Σε ζηλεύω και που βρήκες το κουράγιο να κάνεις κάτι τέτοιο. Πώς ζεις εδώ; Είσαι εντάξει;»

Χαμογέλασε πάλι. «Είναι ο παράδεισος εν ζωή, μου είπε. Είμαι ευτυχισμένος».

Έμεινα να τον κοιτώ σιωπηλός. Δεν ήθελα τίποτα άλλο.

«Πρέπει να φύγω, μου είπε σε λίγο. Μείνε μέχρι το απόγευμα. Θα τα πούμε όλα μετά».

Τον αγκάλιασα σφιχτά. Έφυγε γρήγορα. Πήγα στο δωμάτιό μου. Ήθελα να φωνάξω δυνατά. Σ’ αυτή τη άγια γωνιά ένιωσα τα πιο βαθιά συναισθήματα και ξαναγεννήθηκα.

Μπορώ τώρα πια να γυρίσω πίσω γεμάτος. Ξεχειλίζω. Ξεκίνησα μ’ αγωνία και δειλές ελπίδες. Στα τυφλά έψαξα κάτι που δεν ήξερα το πώς. Ψηλαφιστά βρήκα μιαν άκρη. Μα σαν άνοιξα τα μάτια της ψυχής μου, είδα καθαρά τα μονοπάτια, άκουσα τις φωνές. Ταξίδεψα στο χρόνο. Ένιωσα τόσο μικρός και συνάμα τόσο ξεχωριστός. Σαν να βρήκα την πραγματική μου διάσταση. Λες και δεν συνάντησα το δίδυμο αδερφό μου, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό σ’ άλλη διάσταση, μια πιθανή εκδοχή και της δικής μου ζωής… Τελικά ποιος είναι ο δειλός εδώ και ποιος ο θαρραλέος; Θα γυρίσω με γεμάτες τις βαλίτσες μου, μα σκυφτός και νικημένος. Αλλά εγώ έχω δυο άγκυρες να με κρατούν γερά στο λιμάνι της ζωής μου ακίνητο, μα και να με σώζουν απ’ τις θύελλες, τα παιδιά μου. Του αδερφού μου το λιμάνι γκρεμίστηκε, χρόνια τώρα, και δεν θέλησε να φτιάξει ένα καινούργιο. Και δεν ήταν δειλία. Ήταν κάτι άλλο που δεν μπορώ να ερμηνεύσω, αλλά το σέβομαι. Τώρα ελπίζω από κείνο το μπαλκόνι του Άθω να μιλάει πιο εύκολα με τους ανθρώπους που αγάπησε και που πια δεν ζουν. Ελπίζω να είναι αλήθεια αυτό που μου είπαν τα μάτια του. Είναι πια ευτυχισμένος!

Πηγή: Ντελής Βαγγέλης (Πρώτο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, στην κατηγορία Νουβέλα, το 2012 (agioritikesmnimes.blogspot.gr) (www.ikarditsa.gr)

-->