Μια μέρα στο Μοναστήρι μας, όπου ο παππούς διήνυσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ένας αδελφός του είπε:
- Παππού, έκαμα τις μετάνοιές μου, αλλά έπαθα υπερκόπωσιν.
- Πόσες μετάνοιες έκαμες;
- Εκατόν πενήντα.
Γυρίζει σε λίγο ο παππούς και λέγει: «Μωρέ, έκαμε 150 μετάνοιες κι έπαθεν υπερκόπωσιν!». Το ‘λεγε με όλην του την απλότητα και εθαύμαζε.
Επειδή έτυχε να συναθροισθούν μερικοί νέοι εκεί, βρήκα την ευκαιρία και τον ερώτησα για να ωφεληθούμε.
- Εσείς, παππού, πόσες μετάνοιες εκάμνατε;
- Εμείς όταν ήμασταν νέοι βγάζαμε μέχρι 3000 μετάνοιες και τα κομποσχοίνια τα τραβούσα όλη νύχτα με σταυρούς. Μια φορά, όμως, επιάστηκεν ο ώμος μου και το ‘πα στον Γέροντα. Από τότε μ’ έβαλε να κάμνω δίχως σταυρούς τα κομποσχοίνια, εκτός βέβαια αυτά που υποχρεώνει ο καθημερινός μας κανόνας.
- Αν είναι ευλογημένο, πέστε μας λίγα λόγια από τους αγώνες σας με τον Γέροντα.
- Τα πρώτα χρονιά στον Άη-Βασίλη, αφού θάψαμε το γεροντάκι μας, αγωνιζόμασταν οι δυο μας, αλλά ο καθένας ξεχωριστά στο κελλάκι του.
Με πρωτοβουλίαν του Γέροντα δοκιμάσαμε όλους τους τρόπους αγρυπνίας που γράφουν οι άγιοι πατέρες. Για ένα μεγάλο διάστημα, στο κρεββάτι ποτέ δεν ξαπλώσαμε. Η αγρυπνία μας ξεκινούσε από το απόγευμα και τελείωνε το πρωί με το φως του ήλιου.
Όταν πια ξημέρωνε, κουρασμένοι, παϊλντισμένοι, καθόμασταν στο στασίδι ή σ’ ένα σκαμνί, για ν’ αποδώσουμε τον απαιτούμενο φόρον στο σαρκίον, πριν ξεκινήσουμε για το εργόχειρο. Όσο για φαγητό τρώγαμε πάντοτε, όλον τον χρόνον μια φορά την ημέραν, κυρίως παξιμάδι ή ψωμί, αν τύχαινε, και ό,τι άλλο πρόχειρο χωρίς λάδι, εκτός Σαββατοκύριακο.
Την ημέραν δουλεύσαμε εργόχειρο, εγώ όμως περισσότερο εφρόντιζα για τις εξωτερικές ανάγκες του κελλιού και συγχρόνως ασταμάτητα λέγαμε το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” . Η αργολογία για τον Γέροντα ήταν θανάσιμο αμάρτημα”.
- Αμάν, Γέροντα, έτσι που μας λέτε εμείς θα κολασθούμε.
- Όχι, δεν είναι έτσι. Μη κοιτάτε εμάς. Εσείς δυό πράματα αν κάμετε, ο Χριστός όλους μαζί θα μας βάλη . Υπακοή και τα πνευματικά σας∙ όσο για μετάνοιες, όσες κρίνει ο Γέροντας για τον καθένα κατά δύναμιν.
Ακόμα θα σας πω άλλα δυό πράματα. Προσέχετε όσο μπορείτε την γλώσσαν∙ όχι ν’ αργολογή και να κατακρίνη, αλλά σαν υπηρετάτε, να λέτε συνέχειαν την ευχήν. Είναι δύσκολα αυτά τα πράγματα;
- Όχι, Γέροντα.
- Άντε στην ευχή μου κι αν εφαρμόσετε αυτά, ο Χριστός όλους μαζί θα μας βάλη. Ο άγγελος ο φύλακας, μπροστά σας πορεύεται.
Ο λόγος του Γέροντος Αρσενίου καρπός εμπειρίας
Εκείνο που διαπιστώσαμε όσοι εζήσαμε κοντά στον παππού είναι ότι, επειδή αυτά τα απλά που μας εδίδασκε δεν ήσαν απλώς λόγια διανοητικά, αλλά κάτι που εφάρμοζε και το ζούσε, γι’ αυτό κι εύκολα μετέδιδε από το περίσσευμά του και σ’ εμάς.
Όταν ο π. Π. πρωτοήλθε ως δόκιμος στο Μπουραζέρι, τον έπιασαν οι λογισμοί σε τέτοιον βαθμόν, ώστε στην αγρυπνία δεν μπορούσε να πη την ευχήν. Τρέχει στον παππούν και ζητά βοήθεια∙ και ο παππούς του απαντά: «Μη στεναχωριέσαι∙ θα κάνω κι εγώ προσευχή και απόψε δεν θα ‘χης λογισμούς». Πράγματι, όπως διαβεβαίωσε ο αδελφός, εκείνη την νύκτα ούτε ένας λογισμός δεν πλησίασε, σε βαθμόν ώστε να θαυμάζη για την τόσην δύναμιν της προσευχής του παππού. Όταν σήμανε πια την καθιερωμένη Θ. Λειτουργία τρέχει ο δόκιμος να ευχαριστήση τον παππούν. Και αυτός με απλότητα του απαντά: «Γι’ αυτό, απόψε μου τους έστειλες όλους εμένα!».
Άλλος αδελφός βρέθηκε κάποτε σ’ ένα απρόοπτον πειρασμόν από μιαν παρεξήγησιν και τον έκλεισαν στο αστυνομικό τμήμα δυο βραδυές. Προ της μεγάλης εκείνης ανάγκης επικαλέστηκε από ψυχής την ευχήν του παππού. «Τότε- λέει- άναψε μέσα μου αμέσως μια φλόγα, σε σημείον ώστε επί δύο εικοσιτετράωρα ούτε έφαγα, ούτε ήπια, ούτε κάθισα, ούτε κοιμήθηκα, αλλά σαν δύο ξύλα τα πόδια μου με κρατούσαν όρθιο και προσευχόμενο αδιαλείπτως».
Αυτό, διαβεβαιώνει ο αδελφός, ήταν ένα μεγάλο δώρο του παππού. Έδειξε λίγο στα τέκνα του εκείνο που είχε όταν βρισκόταν ακόμα σ’ αυτήν την ζωήν.
Παρ’ όλα αυτά, συγκρίνοντας τον εαυτόν του με τον μεγάλον Γέροντα έβλεπε, από ταπεινοφροσύνη, πολύ χαμηλά τον εαυτό του.
Πηγή: Ιωσήφ Μ.Δ. «Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886-1983) Συνασκητής Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού»