Η αντιγραφή και αποθήκευση έχει καταχωρηθεί επιτυχώς!
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Έχετε αντιγράψει το άρθρο στα αγαπημένα στις:
Σας ενημερώνουμε ότι ο παρόν ιστότοπος χρησιμοποιεί λογισμικό διασφάλισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Απέναντι στά οριακά φαινόμενα της υπάρξεώς του ο άνθρωπος συμπεριφέρεται πρωτίστως συμβολικά. Και η μορφή της συμβολικής αυτής συμπεριφοράς εκφράζει την ουσιαστική στάση του απέναντι στά αντίστοιχα φαινόμενα. Η προτίμηση της καύσεως ή της ταφής των νεκρών δεν εξαντλείται στο επίπεδο της λογικής ή της γραφειοκρατίας, αλλά ανάγεται στο βάθος της υπάρξεως του ανθρώπου· ανάγεται στη στάση του απέναντι στο οξύτερο οριακό φαινόμενο της υπάρξεώς του, στο θάνατο. Και το νόημα που προσδίδει ο άνθρωπος στο θάνατο αποτυπώνεται στη μία ή την άλλη προτίμησή του.
Ο θάνατος αποτελεί τη σταθερή απειλή της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος δεν απειλείται μόνο, αλλά έχει και συνείδηση της απειλής αυτής. Ο θάνατος έρχεται νά διαλύσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Και ο άνθρωπος δοκιμάζει την αγωνία της διαλύσεως αυτής μέσα στην ίδια τη ζωή του. Γι' αυτό η εικόνα που διαμορφώνει γιά το θάνατο και την μεταθανάτια προοπτική προσδιορίζει αποφασιστικά τη στάση του απέναντι στους νεκρούς και στο νεκρό εαυτό του.
Η ταφή των νεκρών, δεν αποτελεί δογματικό θέμα με την έννοια κάποιου δογματικού όρου. Η ανάσταση των νεκρών, στην οποία πιστεύει η Εκκλησία, δεν θά εξαρτηθεί από τη ταφή ή την καύση τους. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η ταφή των νεκρών δεν είναι άσχετη με τη δογματική πίστη της Εκκλησίας. Η προτίμηση της ταφής και η απόρριψη της καύσεως των νεκρών συνδέονται στενά με την πίστη της Εκκλησίας γιά τον άνθρωπο και το σκοπό της υπάρξεώς του.
Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το σώμα, αλλά το τιμά. Ο άνθρωπος εικονίζει τον Θεό όχι μόνο ως ψυχή, αλλά και ως σώμα. Εικόνα Θεού είναι το συναμφότερον, ψυχή και σώμα. Και ο σκοπός του ανθρώπου ως προσώπου που εικονίζει τον Θεό είναι νά χωρέσει μέσα του τον εικονιζόμενο, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό. Όλα τά άλλα υποτάσσονται και εντάσσονται στον σκοπό αυτό. Αν και η καύση του σώματος συνέβαινε νά υπηρετεί τον σκοπό αυτό, μπορούσε νά γίνει όχι μόνο αποδεκτή, αλλά και επιθυμητή.
Οι χριστιανοί που καταδικάζονταν στον διά πυράς θάνατο δεν τον απέφευγαν, αλλά τον υπέμεναν προσβλέποντας στην τελική ένωσή τους με τον Χριστό. Χαρακτηριστική είναι η ευχή που διατυπώνει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γιά τον εαυτό του: "Πύρ και σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί οστέων, συγκοπή μελών, αλεσμοί όλου του σώματος... επ' εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω". Ο πόθος αυτός γιά πλήρη αφανισμό δεν οφείλεται σε εχθρότητα πρός το σώμα ή την ύλη, αλλά στην αγάπη τους πρός τον Χριστό. Είναι ο πόθος γιά τη φανέρωση της οντολογικής αλήθειας της εικόνας.
Εχθρότητα πρός το σώμα παρατηρείται στις ανατολικές θρησκείες και την ειδωλολατρεία. Η Εκκλησία δεν βλέπει το σώμα εχθρικά ούτε το θεωρεί ως "σήμα", δηλαδή ως τάφο, όπως το θεωρούσε ο Πλάτων, γιά νά θέλει νά το αφανίσει. Το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Είναι η ζωντανή Εκκλησία, μέσα στην οποία καλείται νά λατρεύσει ο άνθρωπος τον Θεό. Και όποιοι λατρεύουν αληθινά τον Θεό, θεμελιώνουν με τά λείψανά τους τις κτιστές Εκκλησίες, που στεγάζουν τους ζωντανούς. Γι' αυτό η Εκκλησία τιμά τά λείψανα των αγίων και τά διατηρεί ως πολύτιμους θησαυρούς.
Γιά την Εκκλησία η ανθρώπινη φύση είναι τόσο ιερή και συγγενής πρός τον Θεό, ώστε νά μπορέσει νά ενωθεί με αυτόν σε μιά αδιαίρετη υπόσταση. Έτσι στην υπόσταση του Χριστού το ανθρώπινο σώμα ενώνεται αδιαίρετα και ασύγχυτα με την Θεότητά του, ενώ στις ανθρώπινες υποστάσεις το σώμα δέχεται την άκτιστη θεία χάρη και μετέχει στη θεία ζωή. Γι' αυτό ο Χριστιανός δεν αποστρέφεται το σώμα του, ούτε θέλει νά το αποβάλει ως εχθρικό, αλλά επιθυμεί την εν Χριστώ ανακαίνιση και αφθαρτοποίησή του.
Όποιος βλέπει το νεκρό σώμα ως λείψανο, ως σεβαστό δηλαδή κατάλοιπο της ανθρώπινης υπάρξεως, θέλει νά το τιμήσει. Και στην περίπτωση αυτή η ταφή ή στη συνέχεια η διατήρηση των οστών είναι ιερή. Άλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ότι και τά ξερά οστά διατηρούν ζωντανή τη βιολογική ταυτότητα του νεκρού, αλλά όχι και η στάχτη. Όποιος όμως βλέπει το νεκρό ανθρώπινο σώμα ως μακάβριο πτώμα είναι φυσικό νά το αποστρέφεται και νά θέλει νά το εξαφανίσει. Δεν διακρίνει σύμβολα, αλλά φυσικά αντικείμενα με χρηστική ή και χρηματιστική αξία. Λησμονεί την καρδιά και σκέφτεται λογικά. Με την προβληματική μάλιστα των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρεί λογικότερη και πρακτικότερη την καύση των νεκρών. Το μόνο λογικό κενό που παραμένει εδώ, είναι γιατί νά υπάρχει μιά άσκοπη καύση, χωρίς ταυτόχρονη χρήση του υλικού που μπορεί νά προκύψει από το νεκρό σώμα.
Σε ολόκληρη την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης και της αδιαίρετης Χριστιανοσύνης η καύση των νεκρών αντιμετωπίζεται ως ειδωλολατρική συνήθεια και θεωρείται ως αποκρουστική πράξη. Ειδικότερα, ο διά πυράς θάνατος συνδέεται στην Παλαιά Διαθήκη με ειδεχθή εγκλήματα. Η Καινή Διαθήκη θεωρεί αυτονόητη την ταφή των νεκρών, ενώ στην ιστορία της Εκκλησίας μόνο διώκτες της κατέφυγαν στην αποτέφρωση των σωμάτων των Χριστιανών, γιά νά εξαφανίσουν τη μνήμη τους και νά πλήξουν την ελπίδα της αναστάσεώς τους. Κατά τους νεώτερους, τέλος, χρόνους η καύση των νεκρών εφαρμόσθηκε και ως κάποια μορφή εξαγνισμού του κόσμου από την παρουσία τους.
Η θέληση γιά την εξαφάνιση ή τη διατήρηση του νεκρού σώματος στον τάφο συνδέεται άμεσα με την τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο. Όταν κάποιος επιθυμεί νά λησμονήσει το θάνατο, είναι φυσικό νά θέλει νά εξαφανίσει καθετί που συνδέεται με αυτόν ή τον υπενθυμίζει. Και σ' αυτό θωρακίζεται από τά σχετικά συστήματα της κοινωνίας μας. Όλα βοηθούν στην αποσιώπηση του θανάτου. Μέσα στο κλίμα αυτό είναι φυσικό νά επιδιώκεται και η εξαφάνιση του νεκρού ανθρωπίνου σώματος. Η ταφή στο μνήμα διατηρεί τη μνήμη· τη μνήμη του νεκρού, αλλά και του θανάτου. Και γιά νά διατηρεί κάποιος τη μνήμη αυτή, χωρίς νά βασανίζεται, χρειάζεται νά πιστεύει στη νίκη εναντίον του θανάτου.
Ο Χριστιανός πιστεύει στη νίκη αυτή και περιμένει την ανάσταση: "προσδοκώ ανάστασιν νεκρών". Περιμένει την ανάσταση που αφορά ολόκληρη τη σωματοψυχική του υπόσταση. Περιμένει την ανάσταση του καινούργιου ανθρώπου μέσα από το σώμα που φθείρεται, όπως περιμένει και το καινούργιο σιτάρι μέσα από το σπόρο που σαπίζει στη γή. Όταν υπάρχει η πίστη ή η προσδοκία αυτή, τότε και η στάση απέναντι στο θάνατο και το νεκρό σώμα γίνεται ανάλογη. Και η στάση αυτή εμπνέει το ήθος που καλλιεργήθηκε επί αιώνες στον τόπο αυτόν, ενώ η καύση εισάγει νέο ήθος.
Η καύση των νεκρών δεν προσβάλλει, άμεσα το δόγμα της αναστάσεως. Προσβάλλει όμως το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό. Παραμορφώνει την προοπτική και την προσδοκία της Εκκλησίας γιά τον άνθρωπο. Έτσι θίγεται και το δόγμα, μιά από αυτό είναι οργανικά ενωμένο με το ήθος και τη ζωή της Εκκλησίας. Στον τόπο αυτόν, όπου δεν ήταν άγνωστη η καύση των νεκρών, καθιερώθηκε με τη χριστιανική διδασκαλία και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη η ταφή των νεκρών. Μιά πράξη συμβολική, που παραλληλίζεται μάλιστα ήδη από τον Απόστολο Παύλο με τη σπορά του κόκκου του σιταριού και συνδέεται με την προσδοκία της καινούργιας ζωής. Όταν σβήνει η προσδοκία αυτή, χάνει και η ταφή τη συμβολική διάστασή της.
Η γλώσσα κάθε λαού φανερώνει με άμεσο τρόπο το αίσθημα και το ήθος του. Το αίσθημα και το ήθο μας απέναντι στους νεκρούς αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στη γλώσσα μας. Και η αποτύπωση αυτή έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί διατηρείται ζωντανή ώς σήμερα στην καθημερινή μας ζωή. Στη γλώσσα μας λοιπόν ο νεκρός χαρακτηρίζεται ως κεκοιμημένος και το νεκροταφείο ως κοιμητήριο. Ποτέ δεν σκέφτεται κάποιος νά κάψει αυτόν, γιά τον οποίο έχει το αίσθημα ότι κοιμάται, εκτός αν τον μισεί θανάσιμα. Επιπλέον, ο νεκρός ονομάζεται συγχωρημένος. Και το ρήμα "πέθανε" έχει ως συνώνυμό του το "συγχωρήθηκε". Η συγχώρηση αποτελεί μεγαλειώδη σύνθεση αισθήματος και ήθους. Ήθους, γιατί μας συμφιλιώνει με αυτόν που συγχωρείται. Και αισθήματος, γιατί αυτός που συγχωρείται γίνεται αποδεκτός στον εσωτερικό χώρο της προσωπικής μας ζωής.
Ο νεκρός που συγχωρείται προσλαμβάνεται στο χώρο της προσωπικής ζωής των ζωντανών. Παραμένει στη μνήμη τους. Γίνονται μνημόσυνα γι' αυτούς, και μάλιστα σε τακτά χρονικά διαστήματα, που συνδέονται και με τις διάφορες φάσεις αλλοιώσεως του σώματος. Ο τάφος είναι μνήμα, δηλαδή τόπος μνήμης και επισκέψεως γιά όσους αγάπησαν και συγχώρησαν τον νεκρό. Έτσι εξακολουθεί νά υπάρχει ως "συγχωρημένος". Και η μνήμη του διασώζεται όσο υπάρχουν ζωντανοί που τον θυμούνται. Αλλά τελικά όλοι οι νεκροί "συγχωρούνται", γιατί διασώζονται στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι ο αιωνίως ζών, "ο ών και ο ήν και ο ερχόμενος".
Όταν υπάρχει το αίσθημα και το ήθος αυτό, δεν προβάλλεται θέμα χωροταξικού αδιεξόδου γιά την ταφή των νεκρών, όπως δεν προβάλλεται τέτοιο θέμα, όταν χρειάζεται νά καλυφθούν άλλες ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας. Η αίσθηση της ανάγκης νά διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των νεκρών βρίσκει τους τόπους και τους τρόπους γιά την ικανοποίησή τους. Η μνήμη των νεκρών μας θυμίζει τις ρίζες μας, την παράδοσή μας, το χρέος μας απέναντι σ' αυτούς και τους επιγόνους τους. Η λήθη των νεκρών αφήνει μετέωρη την κοινωνία των ζωντανών. Η κοινωνία μας, αλλά και ολόκληρη η ζωή μας είναι αδιανόητη χωρίς τους νεκρούς. Η γλώσσα μας, η πατρίδα μας, τά ήθη και έθιμά μας, ο πολιτισμός μας, η ίδια η ύπαρξή μας προέρχεται από αυτούς. Οι τάφοι και τά λείψανά τους είναι σεβαστά ή ακόμα και ιερά. Η αποτέφρωσή τους δεν μπορεί νά μην αντανακλάται και σ' αυτά που μας κληροδότησαν.
Η ατομοκρατική αντίληψη, που χαρακτηρίζει τον νεωτερικό και μετανεωτερικό άνθρωπο, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και με την κοινή αίσθηση γιά την ανθρώπινη ύπαρξη και το ανθρώπινο σώμα. Ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι η ύπαρξή μας ανήκει στον Θεό. Γι' αυτό και μας προτρέπει νά δοξάζουμε τον Θεόν όχι μόνο με το πνεύμα, αλλά και με το σώμα μας. Αλλά και η κοινή εμπειρία μας διδάσκει ότι δεν έχουμε από τον εαυτό μας την ύπαρξή μας, αλλά την δεχόμαστε από έξω. Η γέννησή μας, η διατήρηση και αύξησή μας συνδέονται με τους άλλους ανθρώπους και με το φυσικό μας περιβάλλον.
Βέβαια είμαστε ελεύθεροι και υπεύθυνοι γιά τις επιλογές και τη συμπεριφορά μας. Η άκριτη όμως και απεριόριστη επίκληση της ελευθερίας και της αυτεξουσιότητας ούτε λογική ούτε ανθρώπινη είναι. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλουμε νά γεννηθούμε και κανείς δεν θά μας ρωτήσει αν θέλουμε νά πεθάνουμε. Κανείς δεν μπορεί νά αγνοήσει τους φυσικούς και βιολογικούς του περιορισμούς και κανείς δεν μπορεί νά παραθεωρήσει τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η ιδιότητά του ως κοινωνικού όντος. Και όμως, συχνά παρακάμπτουμε ορισμένα αυτονότητα και χρησιμοποιούμε τις έννοιες της ελευθερίας και γενικότερα των δικαιωμάτων μας με σοφιστικό τρόπο. Η εύρεση της χρυσής τομής ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική εξάρτηση είναι δύσκολη ή και επώδυνη, αλλά ταυτόχρονα απαραίτητη και ιδιαίτερα επίκαιρη. Και όταν στην προβληματική αυτή προστεθεί η μεταβλητή του θανάτου, τά πράγματα γίνονται δυσχερέστερα.
Ειδικότερα, στο θέμα της καύσεως των Ορθοδόξων υπάρχει ένα λεπτό σημείο. Μπορεί κάποιος νά ζητήσει νά καεί μετά το θάνατό του. Η καύση του όμως θά πραγματοποιηθεί από ανθρώπους που θά βρίσκονται στη ζωή. Και οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ πιθανό - και στον τόπο μας ίσως βέβαιο - νά έχουν αντιλήψεις που έρχονται σε αντίθεση με την επιθυμία του εκλιπόντος. Πως αυτοί θά υποχρεωθούν νά εκπληρώσουν την επιθυμία του εκλιπόντος; Και κατά πόσον η ατομική επιθυμία εκείνου, που εδώ εκφράζει μιά τοποθέτηση απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, δεν παραβιάζει την ελευθερία της συνειδήσεως εκείνων που είναι τοποθετημένοι διαφορετικά;
Από την Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση έχουμε το εξής παράδειγμα. Ένας Ρωμαίος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του με την προυπόθεση νά ρίξει το λείψανό του στη θάλασσα. Ο κληρονόμος αρνήθηκε νά το ρίξει στη θάλασσα και το ενταφίασε. Τότε εγέρθηκε θέμα διεκδικήσεως της κληρονομιάς με το αιτιολογικό ότι ο αποδέκτης δεν τήρησε την διαθήκη, όσον αφορά το λείψανο του διαθέτου. Το δικαστήριο θεώρησε την πράξη της απόρριψης στη θάλασσα ως ανήθικη και τη μη συμμόρφωση του κληρονόμου ως επαινετή ενέργεια, που συνάδει με τά χρηστά ήθη.
Παραπονούμαστε ότι ο ιστός της κοινωνίας μας τείνει νά διαλυθεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος νά ενισχύσουμε τη διάλυσή του. Το αίτημα των ετεροδόξων είναι σεβαστό. Άλλωστε και αυτό εκφράζει επιθυμία συντονισμού με τη δική τους εκκοσμικευμένη κοινωνία. Ο ίδιος νόμος στη δική μας κοινωνία θά λειτουργήσει πρός την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ εκείνοι θά συντονισθούν με τους δικούς τους, εμείς θά αποσυντονισθουμε μεταξύ μας. Θά θεσμοποιήσουμε μιά αποκλίνουσα συμπεριφορά στην κοινωνία μας. Και η θεσμοποίηση αυτή θά δημιουργήσει την εντύπωση της δικαιώσεώς της. Ασφαλώς και η αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν μπορεί νά απαγορευθεί, ιδίως μάλιστα από την Εκκλησία, που προυποθέτει πάντοτε την ανθρώπινη ελευθερία. Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την πίστη και τις τελετές της σε όσους είναι ξένοι πρός αυτήν. Αλλά και όσοι είναι ξένοι πρός την Εκκλησίαν δεν μπορούν νά απαιτούν από αυτήν νά ευλογεί τις αυθαίρετες επιλογές τους.
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Καθηγητής της θεολογικής σχολής του Παν/μίου Θεσσ/νίκης
