«...τὰ ἐμά πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά...». (Ἰωάν.17,10).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πού ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρά ὄπλα στὰ χέρια μας ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ὅπλα χρησιμότατα βέβαια στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν κατὰ τῶν ἀπίστων εἶναι καὶ οἱ δύο ὁμολογίες τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενα κηρύγματά μας, ἡ ὁμολογία πρῶτον στὴ Σαμαρείτιδα καὶ δεύτερον στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ὅτι Ἐκεῖνος ὁ πάνσοφος Διδάσκαλος τῶν θείων ἀληθειῶν εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ ὅτι Ἐκεῖνος ὁ μοναδικὸς Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅπλα πνευματικά, διότι σὲ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κρατᾶμε ὅπλα ὑλικά, ὅπλα πού χρησιμοποιοῦν οἱ κακοποιοὶ γιὰ νὰ σκοτώνουν συνανθρώπους τους. «Τὰ ὄπλα τῆς στρατείας ἡμῶν, θὰ μᾶς τονίσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῶ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων...». Σκοπὸ δὲν ἔχουν νὰ ρίχνουν κάτω νεκροὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἰδέες κακές, νὰ κατεδαφίζουν σκέψεις καὶ λογισμοὺς ἀντίθετους μὲ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Πού ἀποβλέπουν νὰ αἰχμαλωτίζουν ὄχι ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ πιάνουν τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Χριστό». (Β΄ Κόρ. 10,5).
Τὰ ὅπλα τῶν χριστιανῶν εἶναι ὅπλα «δικαιοσύνης» (Ρωμ. 6,13), εἶναι «ὅπλα φωτὸς». (Ρωμ. 13,12). Ὁ δικός μας πόλεμος κατὰ τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι πόλεμος ἄδικος. Δὲν εἶναι πόλεμος πού φέρει τὸ σκοτάδι τῆς καταστροφῆς. Σ’ αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἅγιο, τὸν δίκαιο, τὸν ὡραῖο καὶ φωτεινὸ πόλεμο κατὰ τῶν αἱρετικῶν, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς χαρίζει ἕνα τέλειο ὅπλο. Τὴν ἑξῆς καταπληκτικὴ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ μας: «τὰ ἐμά πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά». Ὅ,τι ἔχω εἶναι δικό σου, καὶ ὅ,τι ἔχεις εἶναι δικό μου... Καὶ τὸ μὲν πρῶτο μέρος τοῦ θεϊκοῦ λόγου δὲν δυσκολευόμαστε καθόλου νὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὰ λόγια αὐτὰ ἄνετα μπορεῖ νὰ τὰ προφέρει μπροστὰ στὸ Θεὸ τὸ κάθε πλάσμα Του. Εἴτε εἶναι ἄγγελος, εἴτε εἶναι ἄνθρωπος. Ὅπως ὡραία παρατήρησαν ἀρχαιότεροι καὶ νεότεροι ἑρμηνευτὲς τῶν Ἁγίων Γραφῶν. «Τὸ μὲν γὰρ τοῦ ἐλάττονος ὅτι τοῦ μείζονός ἐστι παντί που δῆλον, τὸ δὲ ἔμπαλιν οὐκ ἔτι». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος). Δηλαδὴ ὅτι ὅλα τοῦ μικροῦ, τοῦ κατώτερου ἀνήκουν στὸ μεγαλύτερο αὐτὸ ὁ καθένας τὸ καταλαβαίνει. Ἐνῶ τὸ ἄλλο, ὅτι τοῦ ἀνώτερου ὅλα ἀνήκουν στὸν κατώτερο, τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο…
Ὅμως αὐτὸς ὁ παράξενος λόγος στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ μας τίποτε ἄλλο δὲν θέλει σαφέστατα νὰ δηλώσει παρὰ μόνο τὴν ἰσοτιμία τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα. Ὅ,τι ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἴδια θεικὰ χαρίσματα ἔχει καὶ ὁ Υἱός. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ διετύπωσε λίγο πρὶν περίπου μὲ τὰ ἴδια λόγια ὁ Κύριός μας. Εἶπε τὸ πανάχραντο Στόμα: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ ἐμά ἐστι». (Ἰωάν.16,15). Δηλαδὴ σὲ τίποτε δὲν ὑστερεῖ ὁ Υἱὸς ἀπέναντι στὸν Πατέρα. Ὁ πλοῦτος ὁ ἄφθιτος τῆς Θεότητας εἶναι τόσο τοῦ Πατρὸς ὅσο καὶ τοῦ Υἱοῦ.
Ποῦ εἶναι, λοιπόν, οἱ θρασεῖς αἱρετικοί, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, οἱ ὁποῖοι τόλμησαν νὰ ὑποβιβάσουν τὸν Υἱὸν καὶ νὰ Τὸν θεωρήσουν κατώτερο ἀπὸ τὸν Πατέρα τοποθετώντας Τον στὸ ἐπίπεδό τοῦ κτίσματος, τοῦ πλάσματος, ὅπως εἶναι οἱ ἄγγελοι ἢ οἱ ἄνθρωποι; Γι’ αὐτὸ ὅταν ἐρχόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς σύγχρονους ἀρειανούς, τοὺς λεγόμενους χιλιαστές, αὐτὸ κυρίως τὸ χωρίο ἀπὸ τὴν σημερινὴ Εὐαγγελική μας περικοπῆ ἂς φέρομε σὰν ὅπλο ἐναντίον τῆς ἀσεβείας των. Τὸν αἰώνιο λόγο Του «τὰ ἐμά πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά». Ποιὸ ἄραγε ἐπιχείρημα θὰ μπορέσουν νὰ προβάλουν σὰν ἀσπίδα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ θανάσιμο (σωτήριο) κτύπημα, τὸ καίριο, κατὰ τῆς ἀσεβείας των;
Δὲν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ αἵρεση μοιάζει μὲ τὴν λερναία ὕδρα τοῦ παλιοῦ μύθου. Ὅπως ἐκείνης τὸ κεφάλι πού ἔκοβαν ἀναπληρωνόταν ἀπὸ ἄλλο, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν αἵρεση. «Ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ.6,17) χτυπᾶ τὴν αἵρεση, τοὺς βέβηλους λογισμούς, τὰ σαθρὰ ἀντιχριστιανικὰ ἐπιχειρήματα. Ἀλλὰ εὔκολα ἡ αἵρεση δὲν ξερριζώνεται.
Αὐτὸ μᾶς διδάσκει καὶ ἡ Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, τῆς ὁποίας ἕνα ἀξιοπρόσεκτο κεφάλαιο μᾶς θυμίζει ἡ σημερινὴ Κυριακή. Σήμερα μνημονεύσαμε μὲ εὐγνωμοσύνη πολλή τούς 318 θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ ὁποῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ ἄλλους σεπτοὺς ἄνδρες χτύπησαν ἀλύπητα μὲ τὰ ὄπλα τοῦ Πνεύματος τὸ θηρίο τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ διεκήρυξαν πανηγυρικὰ τὸ Ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας, μὲ τὸν Πατέρα. Δυστυχῶς θὰ νόμισαν οἱ ἐκλεκτοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅτι τὸ θηρίον τελείωσε, ἔσβυσε. Καὶ ὅμως καὶ μετὰ τὴν πρώτην ἐκείνην Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας, πού τιμοῦμε σήμερα, ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου συνέχισε νὰ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι καὶ σήμερα. Διότι καὶ οἱ λεγόμενοι χιλιαστὲς τῶν ἡμερῶν μας συνεχίζουν μὲ τὶς διδασκαλίες τους κατὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν αἵρεση τοῦ ἀρχαίου ἀρειανισμοῦ.
Ἀλλὰ ἔχοντας αὐτὰ ὑπόψη, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂς κρατᾶμε πάντοτε τοῦ Εὐαγγελίου τὰ ὅπλα στὰ χέρια μας, ὅπως τὸ σημερινὸ χωρίο μας, καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἂς ἀγωνιζόμαστε ὑπὲρ τῆς ἀμώμητης καὶ πεντακάθαρης πίστεώς μας. Ἀμὴν
+ Ο Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος