Υπνωτισμός, Αυτοΰπνωσις, Φαντασία, Διαλογισμός

Tοῦ κ. Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ

Ὁ ὅρος ὑπνωτισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὴ σύντμηση τοῦ ὅρου «νεῦρο-ὑπνωτισμὸς», ποὺ εἰσήγαγε ὁ Σκωτσέζος χειρουργὸς Τζέϊμς Μπρέϊντ (James Braid) (1843), κι ὁ ὁποῖος σήμαινε «τὸν ὕπνο τοῦ νευρικοῦ συστήματος»[1].
Ἕνα πρόσωπο ποὺ βρίσκεται σὲ ὕπνωση ἐπιδεικνύει ὁρισμένα ἀσυνήθιστα χαρακτηριστικὰ καὶ ροπές, ἔναντι ἑνὸς μὴ ὑπνωτισμένου, εἰδικότερα ὑπερβολικὴ δεκτικότητα στὶς ὑποβολές.
Οἱ πρόγονοι τῆς σύγχρονης ὕπνωσης θὰ πρέπει πιθανῶς νὰ ἀναζητηθοῦν στοὺς «Ναοὺς τοῦ Ὕπνου» τῶν ἀρχαίων Ἀσκληπιείων καὶ στὶς μυστηριακὲς τελετὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ ρωμαϊκῆς ἐποχῆς, ὅπου οἱ ἐκστασιακὲς τελετουργίες κάλλιστα μποροῦν νὰ παραλληλιστοῦν μὲ τὶς σύγχρονες ὑπνωτιστικὲς πρακτικές.
Σήμερα διὰ τῆς ἐπιστήμης καταβάλλεται προσπάθεια νὰ ἐφαρμοσθοῦν τὰ εὑρήματα περὶ τὴν ὕπνωση γιὰ τὴν θεραπεία διαφόρων ἕξεων καὶ παθολογικῶν καταστάσεων, γιὰ τὶς δυνατότητες τῶν ὁποίων ὅμως ὑπάρχουν παράλληλα καὶ σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις.
Ἡ ὑπνοθεραπεία, ὡς λέγουν, ἐφαρμόζεται προκειμένου νὰ τροποποιηθεῖ ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, τὸ συναισθηματικὸ περιεχόμενο καὶ οἱ στάσεις τῆς ζωῆς του, καθὼς ἐπίσης καὶ ἕνα εὐρὺ φάσμα συνθηκῶν, ποὺ συμπεριλαμβάνουν δυσλειτουργικὲς συνήθειες, ὅπως ἀνησυχία, ἀσθένειες ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ στρές, τὴν διαχείριση τοῦ πόνου καὶ -καθὼς ἰσχυρίζονται- τὴν προσωπική του ἀνάπτυξη.

Ἕνας λόγος γιὰ τὶς ἀνωτέρω ἐπιφυλάξεις, τὶς ὁποῖες κι ἐμεῖς συμμεριζόμεθα, εἶναι ὅτι τὸ θέμα τῆς ὕπνωσης διερευνᾶται καὶ «μελετᾶ­ται ἐπιστημονικὰ» στὴ διάρκεια δύο τουλάχιστον αἰώνων, ὅπου τά δεδομένα συνεχῶς ἀλλάζουν καὶ νέα προστίθενται μὲ ἀποτέλεσμα τίποτε νὰ μὴ μένει σταθερὸ στὸν εὐαίσθητο αὐτὸ χῶρο, ποὺ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν φυσιολογία καὶ τὴν ψυχοσύνθεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕνας δεύτερος λόγος ἀνησυχίας εἶναι ὅτι γιὰ νὰ γίνει κάποιος ὑπνοθεραπευτής, οἱ ἀνάγκες κατάρτισης καὶ οἱ κρατικὲς πιστοποιήσεις ποικίλλουν ἐξαιρετικὰ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα. Γιὰ παράδειγμα στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο τὸ Πανεπιστημιακὸ Κολλέγιο St. Mary ἦταν τὸ μόνο ἀκαδημαϊκὸ ἵδρυμα ποὺ προσέφερε μέχρι πρό τινος ἕνα ἐπιμορφωτικὸ πρόγραμμα στὴν κλινικὴ ὕπνωση[2]. Αὐτὸ μεταφράζεται ὅτι στὸν χῶρο τῆς ἐπαγγελματικῆς θεραπευτικῆς ὕπνωσης δὲν ὑπάρχει ἀσφάλεια γιὰ τὸ «ἐπαγγελματικὸ status» αὐτῶν, ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἐφαρμόζουν κλινικὴ ὕπνωση.
Αὐτὸ ἀφήνει ἕνα τεράστιο περιθώριο σὲ κάθε εἴδους τσαρλατάνους, ἀποκρυφιστές καὶ νεοεποχίτες νὰ λυμαίνονται τὸν χῶρο τῆς ψυχοθεραπείας δηλώνοντας ὑπνοθεραπευτές, ἐνῶ διδάσκουν τήν μετενσάρκωση καί ἀσκοῦν π.χ. «νευρογλωσσικὸ προγραμματισμὸ» (Neuro-Linguistic Programming – NLP)[3] καί ἐπιδίδονται σέ Φωτογράφηση Αὔρας, κατασκευὴ Ὀργονιτῶν καὶ σέ ἄλλα ποικίλα νεοεποχίτικα.
Ἕνας παράλληλος τομέας μὲ τὴν ὕπνωση εἶναι ἡ αὐτοΰπνωση. Ἤδη ἀπὸ τὸν ὅρο γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι πρόκειται γιὰ ὕπνωση ποὺ ὑποβάλλει στὸν ἑαυτὸ του τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ὑπνωτιστεῖ. Κι ἐδῶ ἐφαρμόζονται τὰ στάδια ποὺ ἀκολουθοῦνται σὲ μία κλασσικὴ συνεδρία ὑπνωτισμοῦ. Ἄς περιγράψουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ βήματα:
«Ξαπλώνω ὕπτια ἢ κάθομαι ἄνετα σὲ ἕνα ἥσυχο καὶ ζεστὸ περιβάλλον… Προσηλώνω τὸ βλέμμα μου σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ βρίσκεται πάνω καὶ πίσω σέ σχέση μὲ τὴ μέση θέση τῶν ματιῶν, δηλαδὴ τὰ μάτια μου πρέπει νὰ κοιτοῦν πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μετώπου… Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ μένει τὸ βλέμμα μου ἀκίνητο… Κοιτάζω μιά μικρὴ περιοχὴ λίγων ἑκατοστῶν παρατηρώντας τὶς χρωματικὲς ἢ ἀνάγλυφες μικροδιαφορὲς καὶ μετὰ ἀπὸ 30 δευτερόλεπτα τὸ βλέμμα μου μένει καρφωμένο σὲ ἕνα μικρὸ σημεῖο, σὲ μιά κουκίδα, τὴν ὁποία καὶ παρατηρῶ. Ἀναπνέω ἥσυχα καὶ ὅταν τὰ μάτια μου κουραστοῦν ἀρκετά, τὰ βλέφαρα βαραίνουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ παραμείνουν ἀνοικτά… χωρὶς νὰ κινῶ τὰ μάτια μου… ἐναλλάσσω τὴν προσήλωσή μου στὴν ἀκοὴ καὶ στὴν ἁφή… Ὅταν τὰ βλέφαρα κλείσουν, τότε ἀρχίζει τὸ δεύτερο στάδιο τῆς αὐτοΰπνωσης… Μετρῶ νοερὰ ἀντιστρόφως ἀπὸ τὸ 10 ἕως τὸ 1… Ὅταν φτάσω στὸ ἕνα, τότε μπορῶ νὰ αὐτοϋποβληθῶ σὲ ὑποβολὲς τοῦ τύπου: “κάθε μέρα ποὺ περνάει θὰ εἶμαι ὅλο καὶ πιὸ ὑγιής”… ἢ “πιὸ ὑπομονετικός”… ἢ “πιὸ ἤρεμος”… ἢ “πιὸ ἀποτελεσματικὸς στὶς πωλήσεις”… ἢ “κάθε μέρα ποὺ περνάει τὸ ἀνοσοποιητικό μου θὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ δυνατό”… ἢ “τὸ γόνατό μου θὰ πονάει ὅλο καὶ πιὸ λίγο”… ἢ “κάθε μέρα ποὺ περνάει θὰ τρώγω ὅλο καὶ πιὸ λίγο”… ἢ “θὰ καπνίζω ὅλο καὶ πιὸ λίγο”… ἢ “θὰ πίνω ὅλο καὶ πιὸ λίγο ἀλκοόλ”… ἢ “τρώγοντας τὸ τάδε τρόφιμο δὲν θὰ παρουσιάζω ἀλλεργία” … Μπορῶ νοερὰ νὰ κατεβῶ σκάλες -μὲ κάθε σκαλοπάτι ποὺ κατεβαίνω χαλαρώνω ἀκόμα πιὸ βαθιὰ- καὶ νὰ βρεθῶ στὸν «γαλήνιο τόπο» ποὺ ἔχω ἀπό πρίν δημιουργήσει στὸ στοχασμὸ μου καὶ νὰ ζητήσω βοήθεια -ἀπὸ Ἅγιο ἢ ἀσκητὴ ἢ ἐπαΐοντα- ἢ νὰ χαλαρώσω ἀκόμα πιὸ βαθιά.
»Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν βαθιὰ χαλάρωση, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αὐτοΰπνωση γίνεται μετρώντας νοερὰ ἀπὸ τὸ ἕνα ἕως τὸ πέντε… Προσοχή, μπορεῖ νὰ αὐτοϋποβληθῶ σὲ ὅποια ὑποβολὴ θέλω, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία – ὑποβολὴ θὰ γίνει πραγματικότητα. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νὰ χαλαρώσω βαθιά, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τότε δὲν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι ἡ ὑποβολή μου θὰ πραγματοποιηθεῖ».
Στὴν παραπάνω «πρακτική», θὰ διαπιστώσαμε ὅτι τὸ αὐτοϋπνωτιζόμενο πρόσωπο χρησιμοποίησε τὴν βαθιὰ χαλάρωση καὶ τὴν «κατευθυνόμενη φαντασία», πιστεύοντας ὅτι ἡ συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενη αὐτὴ διαδικασία θὰ ἀποφέρει τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιδιώξεών του μέσω τῆς διαδικασίας τῆς «θετικῆς σκέψης», ἡ ὁποία «ἕλκει θετικὴ ἐνέργεια»[4] καὶ «ὑλοποιεῖ» τὴν ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ «διανοητικὸ πεδίο» στὸ «φυσικὸ πεδίο» ὕπαρξης[5].
Ὡς σύνοψη ὅλων τῶν ἀνωτέρω μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τὴν πρακτική τοῦ Διαλογισμοῦ.
Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη καὶ τεχνικὲς διαλογισμοῦ. Μερικοὶ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ἄλλοι εἶναι συμπήγματα προερχόμενα ἀπό διάφορους σύγχρονους γκουροὺ καὶ «διδάσκαλους». Ὁ διαλογισμὸς εἶναι βασικὴ προϋπόθεση στή Γιόγκα (Yoga) -μὲ τὶς δεκάδες διαφορετικὲς παραλλαγές της. Ὁ Βουδισμὸς Ζὲν τῆς σχολῆς Μαχαγιάνα κι οἱ ἄλλες σχολὲς τοῦ Βουδισμοῦ ἔχουν τὸν δικό τους τύπο διαλογισμοῦ καὶ τὰ ἄλλα θρησκευτικὰ σχήματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἀσίας, τὸ ἴδιο.
Ὑπάρχουν καὶ οἱ σύγχρονες μορφὲς διαλογισμοῦ, ὅπως π.χ. ὁ «Ὑπερβατικὸς Διαλογισμὸς» τοῦ Μαχαρίσι Μαχὲς Γιόγκι κι ἄλλων συγχρόνων του, ποὺ δημιουργοῦν δικές τους παραλλαγὲς καὶ καλοῦν τοὺς ὀπαδοὺς νὰ τὶς δοκιμάσουν.
Δὲν θὰ μποῦμε στὴν διαδικασία νὰ ἀναλύσουμε τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὶς διαφορὲς μεταξύ τους. Ὁποιοδήποτε εἶδος διαλογισμοῦ κι ἂν χρησιμοποιεῖται, ὁ διαλογισμὸς παραμένει ἕνας κι ὁ στόχος του, ὅπως οἱ θιασῶτες ἰσχυρίζονται, εἶναι -μετὰ τὴ σωματικὴ χαλάρωση- ἡ χαλάρωση τοῦ νοῦ καί ὁ ἑστιασμός του. Ὁ νοῦς χαλαρώνει, λένε, μὲ τὴν ἁπαλὴ στροφή του ἀπὸ τὴ «δίνη» ἀρνητικῶν ἢ ἀγχωτικῶν σκέψεων στὴ συνειδητὴ δημιουργία σκέψεων ποὺ ἀφοροῦν στὴν πνευματικὴ ταυτότητα καὶ φύση τοῦ ἀσκουμένου μὲ σκοπὸ νὰ ἀντλήσει, δῆθεν, πληροφορίες γιὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα καὶ στὴν οὐσία νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι εἶναι κατὰ φύσιν θεός, τοὐτέστιν νὰ ἀποκτήσει τὴν πραγματικὴ αὐτογνωσία ὅτι εἶναι κατὰ φύσιν θεός.
Βέβαια, ἡ πραγματικότητα εἶναι ἄρδην διαφορετική.
Στὰ πρῶτα στάδια ὁ γκουροὺ ἢ ὁ «διδάσκαλος» ποὺ κατευθύνει τὸν διαλογισμό, ἔχει τὴ δυνατότητα -ὅπως καὶ στὸν ὑπνωτισμὸ καὶ στὴν αὐτοΰπνωση- νὰ χειραγωγήσει κατάλληλα τὸν διαλογιζόμενο ποὺ «ἀνοικτὸς» στὴν κάθε ἐπιρροή, μένει ἀδύναμος σὲ κάθε εἴδους χειρισμὸ μέσω ὑποβολῆς.
Ἀργότερα, ὁ κατὰ μόνας διαλογιζόμενος ἔχει ἤδη ἀποδεχθεῖ τὴν «ὑποταγὴ» στὸν «ἐκπαιδευτή» του καὶ ἀπεργάζεται τὴν περαιτέρω ἀπ’ αὐτόν, ἐξάρτησή του.
Τέλος, σὲ καταστάσεις βαθιᾶς χαλάρωσης καὶ «κένωσης τοῦ νοῦ» πάντοτε ὑπάρχει ἡ δυνατότητα «κάτι σκοτεινὸ» νὰ περάσει «καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον» τόν νοῦ. «Τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ·καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ·καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Λουκ. ΙΑ΄, 25-26).
Σημειώσεις:
[1] en.wikipedia.org, [2] smuc.ac.uk, [3] archive.is, [4] Ὀρθόδοξος Τύπος, 18/10/2019,θέμα «Amita Motion, Ἡμέρα Θετικῆς Ἐνέργειας». [5] Κοσμολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ διάταξη γνωστὴ σέ Θεοσοφία καὶ ἀποκρυφισμό.

Πηγή: orthodoxostypos.gr

-->